(Στον Θάνο)
Άναψε την πίπα του κι άφησε το
χθες να εισχωρήσει στο αύριο.
Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα
των λογισμών του,
φυσώντας την ουράνια προσευχή του.
Δεν είχε κάτι να πει, μόνο
κουνούσε νευρικά τα δάκτυλά του,
λες και χτυπούσε τις λευκές
γραμμές των οριζόντων.
Ξανά και ξανά.
Με πείσμα πονούσε τις μαύρες νότες
κι ο ήχος δονούσε τον αέρα.
Η μουσική ζούσε στο είναι του κι
έδινε αίμα στα λόγια του.
Οσμιζόταν τον καπνό,
καθαγιάζοντας την άτακτη στίξη
κι εκεί που το όνειρο τρεμόσβηνε,
η μορφή του βημάτιζε σαν αερικό.
Δεν έκλεψε ο χάρος από το μέλλον,
παρά μόνο μια φέτα φθοράς.
Η μακάβρια οσμή έσβησε στο τασάκι,
σαν γήινη παραίσθηση
κι οι εφτά φίλοι τον αλυσόδεσαν
για πάντα στην Αθανασία.
Καλό ταξίδι δεν θα πω. Ήδη βαδίζεις
έτοιμος από καιρό,
«πάνω στο φτερό του καρχαρία να
συναντήσεις ένα απίθανο συνάφι».
Δεν λησμονώ. Μην κλαις. Ποτέ δεν
θα ξεχάσω.
Ανάβω την πίπα μου και βυθίζομαι
στην πολυθρόνα των ονείρων μου.
Μια μελωδία στα χείλη, λιβάνι από
θύμισες και συνεκδοχές του ατίθασου μυαλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου