Πολλές φορές ξαγρύπνησα,
σκεπτόμενος πώς θα γινόμουν πλούσιος.
Άλλοτε πάλι, όταν στα όνειρά μου
το είχα κατορθώσει, γλυκά αποκοιμιόμουν.
Ποτέ δεν έβρισκα εμπόδια κι αυτά
που το μυαλό εκπαιδεύτηκε να βάζει,
εύκολα τα προσπερνούσα, γιατί η
αφέντρα νόηση ήξερε να σουλατσάρει.
τα δισέγγονά μου κι είχα χορτάσει
από δόξα, ρεκλάμες και φωταγωγήσεις.
Μα όταν ξυπνούσα, η τελευταία
τρύπια κάλτσα στο συρτάρι μού θύμιζε ποιος ήμουν.
Κι αν ονειρεύτηκα μεγαλεία και
χλιδές. Κι αν πόθησα όλου του κόσμου τα πλούτη.
Μόνο ένα χρυσάφι δεν κατάφερα
ποτέ να τιθασεύσω.
Την άγρια κι αχαλίνωτη φαντασία μου.
Αυτή κάθεται πάντα κοντά μου.
Άλλοτε μονολογεί κι άλλοτε
δραπετεύει με τα μαύρα άτια της, σαν πλαγιάσει το βράδυ.
Μπορεί να με ταξιδεύει, να με ξεσηκώνει
όμως πάντοτε είναι εκεί, δίπλα μου.
Παρηγοριά και τρέλα. Απόδραση αλλόκοτη
στα στεγανά της πλάσης.
Κι αν δεν κατόρθωσα να γίνω
πλούσιος, κέρδισα κάποιες παραστάσεις.
Αλαργινές κι
εξωτικές.
Μ’ ένα σαρίκι στο κεφάλι, μια
πένα και την τρύπια κάλτσα να μου θυμίζει ποιος είμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου