Ο δρόμος μοναχικός και μισοάδειος
αντανακλά το γκρι της ασφάλτου, χωρίς να μεσολαβούν τα πρόσωπα των χρωμάτων,
χωρίς το γαλάζιο να διαχέει το φως του ουρανού. Οι ηλιαχτίδες φωτίζουν μάταια
τις σχάρες των υπονόμων, με τη λάμψη τους ίσα – ίσα να φτάνει στο σκοτάδι του
υπογείου. Κι είναι πυκνό το έρεβος που κατακλύζει τα 12 σκαλοπάτια κάτω από τη
γη. Τόσα χρειάζονται για να φυλακίσουν το χαμόγελο της Αλίθια, που παρατηρεί
τον κόσμο μέσα από τα τετράχρονα μάτια της, κοιτώντας από το παράθυρο τα πέλματα
των περαστικών στην οδό Λόρκα 12.
Ένα ημιυπόγειο, που τείνει σε
υπόγειο, παρά σε ημί, είναι ο προσωρινός σταθμός της οικογένειας Θαγόθα στο
ταξίδι προς την ελευθερία. Την ελευθερία που αργεί να έλθει, καθώς οι
δωδεκάωρες βάρδιες του πατέρα με τα φορτωμένα καφάσια της λαχαναγοράς επαρκούν μόνο
για λίγο ψωμί και γάλα, που δεν πρέπει να λείψει από τα χειλάκια της μικρής του
χαράς. Μια ελευθερία που στοίχισε, αλίμονο, τρεις ζωές, ως τώρα.
Όμως ο Ραμόν δεν θέλει να απεμπολήσει
την ελπίδα. Στα 35 χρόνια του έχει την αδελφή του και την κόρη του να
περιμένουν τα πάντα από αυτά τα πρόωρα ξεθωριασμένα μάτια και τη γερασμένη ψυχή
του, αλλά γι’ αυτό δεν θέλει να το βάλει κάτω και να παραιτηθεί από το
συμβόλαιο μιας άμετρης ζωής. Έφτασε χίλιες φορές στην απόφαση να λήξει άδοξα
την επαφή του με τον γήινο πόνο και την αμετροεπή θλίψη που κατέβαλε τη ζωή
του, όμως αυτό το μικρό χαμόγελο της μελαχρινής γοργόνας του είναι το σχοινί
της σωτηρίας και της ελπίδας.
Βάδισε 600 χιλιόμετρα με την
Αλίθια στην πλάτη για μέρες ολόκληρες, νύχτες ζόφου και απόγνωσης, σφίγγοντας
τα χείλη και τις γροθιές του για να μην κυλήσει ούτε δάκρυ που θα μπορούσε να
πικράνει το απαλό μαγουλάκι της κόρης του. Έφτασε στη Σεβίλλη για ένα νέο
ξεκίνημα για μια νέα αρχή μετά την αυταπάτη μιας άλλης ζωής που δεν του ανήκε.
Μιας ζωής δανεισμένης και λογοδοσμένης με αίμα και φυλακή, για δύο διαμαντένια
δακτυλίδια που έκλεψε, ενώ η μαφία «απλόχερα» τού ανταπέδωσε, σφάζοντας τη
γυναίκα και τα δυο του δίδυμα αγοράκια, προτού προλάβει να αντιδράσει. Το μακελειό
που δεν άξιζε ούτε στον ίδιο για μια τέτοια κλοπή, σκόρπισε τον θάνατο σαν
γάγγραινα στην οικογένειά του, αφήνοντας ζωντανή μόνο τη μικρή του κόρη που
είχε προλάβει να κρυφτεί σ’ ένα μπαούλο παιχνιδιών.
Έπρεπε να φύγει, να εξαφανιστεί
με κάθε τρόπο και με κάθε επιλογή, αν ήθελε να μείνει ελεύθερος, αν ήθελε να
γλιτώσει αυτός κι η κόρη του. Μονόδρομος η αδελφή του και το ημιυπόγειο που
είχε κι ο ίδιος μεγαλώσει πριν δυο δεκαετίες, με άλλο όνομα και διαφορετικά
όνειρα. Πάντα ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Ήθελε να δώσει χρώμα σ’ αυτόν τον
μουντό δρόμο, που μόνο το γκρίζο κυριαρχούσε. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα και
της μητέρας του διέκοψαν κάθε φαντασίωση του και τον έσπρωξαν σε δουλειές του
ποδαριού, ώσπου κατέληξε μετά από χρόνια σε υπηρεσίες μεταξύ ανομίας και παρανομίας. Με αποτέλεσμα
να κλέψει δυο δακτυλίδια από το αφεντικό του για να ξεφύγει από τη μιζέρια που
είχε καταδικάσει τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Τώρα το σκοτάδι φιλοξενούσε τα
επόμενα βήματά του και ο βουβός πόνος της απελπισίας καταρράκωνε κάθε ανάσα
του. Έσβησε το τσιγάρο που είχε βγει να κάνει στον δρόμο, κατέβηκε τα 12
φυλακισμένα σκαλοπάτια και φίλησε γλυκά στο μέτωπο τον μικρό του θησαυρό.
Καληνύχτισε την αδελφή του και υπολόγισε πέντε ώρες αϋπνίας μέχρι την πρωινή
του βάρδια, ενός σκληρού, ατελείωτου και εξουθενωτικού κουβαλήματος για μόλις 12
ευρώ. Ήξερε πως δεν υπάρχει μέλλον και έπρεπε να φύγει το συντομότερο, πριν τον
ανακαλύψουν και βάλει σε κίνδυνο ό,τι του έχει χαρίσει και ό,τι του έχει
απομείνει από την άλογη πορεία της ζωής του. Υπολόγιζε να περάσει απέναντι στο
Μαρόκο και να βρει την πολυπόθητη ελευθερία που έψαχνε. Λίγα ευρώ ακόμα προσπαθούσε
να μαζέψει, προκειμένου να μπορέσει να αποζημιώσει τους σωματέμπορους για το
μοναδικό όνειρο που είχε φωλιάσει στο ξέπνοο κορμί του.
Ξημέρωσε. Η Αλίθια κοιμόταν
βαθιά. Η αδελφή του επίσης. Εκείνος ντύθηκε αργά, έστριψε το τσιγάρο του και
ξεκίνησε να ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά. Μόλις είχε προλάβει να κοντοσταθεί
στο κεφαλόσκαλο και οι αχτίνες του ήλιου να φωτοσκιάσουν τα ατίθασα μαλλιά του,
όταν τρεις ριπές διαμέλισαν κάθε πτυχή του ονείρου του για ελευθερία.
Το αυτοκίνητο, ένα μαύρο Audi, διέσχισε με φόρα την
οδό Λόρκα κι ο Ραμόν σωριάστηκε στα σκαλιά που δεν πρόλαβε να ανέβει,
αναζητώντας λιγάκι ουρανό. Τα ζωηρά μάτια της Αλίθια ξύπνησαν από τον κρότο,
χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν την απάνθρωπη εγγύηση συμβολαίου. Ενός
συμβολαίου που στοίχισε, εν τέλει, τέσσερις ζωές και φυλάκισε ασφυχτικά για
άλλη μια φορά, πιο οριστική, το παιδικό χαμόγελο της Αλίθια στο υπόγειο μπαούλο
της Οδού Λόρκα 12.