Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Οδός Λόρκα 12


Ο δρόμος μοναχικός και μισοάδειος αντανακλά το γκρι της ασφάλτου, χωρίς να μεσολαβούν τα πρόσωπα των χρωμάτων, χωρίς το γαλάζιο να διαχέει το φως του ουρανού. Οι ηλιαχτίδες φωτίζουν μάταια τις σχάρες των υπονόμων, με τη λάμψη τους ίσα – ίσα να φτάνει στο σκοτάδι του υπογείου. Κι είναι πυκνό το έρεβος που κατακλύζει τα 12 σκαλοπάτια κάτω από τη γη. Τόσα χρειάζονται για να φυλακίσουν το χαμόγελο της Αλίθια, που παρατηρεί τον κόσμο μέσα από τα τετράχρονα μάτια της, κοιτώντας από το παράθυρο τα πέλματα των περαστικών στην οδό Λόρκα 12.
Ένα ημιυπόγειο, που τείνει σε υπόγειο, παρά σε ημί, είναι ο προσωρινός σταθμός της οικογένειας Θαγόθα στο ταξίδι προς την ελευθερία. Την ελευθερία που αργεί να έλθει, καθώς οι δωδεκάωρες βάρδιες του πατέρα με τα φορτωμένα καφάσια της λαχαναγοράς επαρκούν μόνο για λίγο ψωμί και γάλα, που δεν πρέπει να λείψει από τα χειλάκια της μικρής του χαράς. Μια ελευθερία που στοίχισε, αλίμονο, τρεις ζωές, ως τώρα.
Όμως ο Ραμόν δεν θέλει να απεμπολήσει την ελπίδα. Στα 35 χρόνια του έχει την αδελφή του και την κόρη του να περιμένουν τα πάντα από αυτά τα πρόωρα ξεθωριασμένα μάτια και τη γερασμένη ψυχή του, αλλά γι’ αυτό δεν θέλει να το βάλει κάτω και να παραιτηθεί από το συμβόλαιο μιας άμετρης ζωής. Έφτασε χίλιες φορές στην απόφαση να λήξει άδοξα την επαφή του με τον γήινο πόνο και την αμετροεπή θλίψη που κατέβαλε τη ζωή του, όμως αυτό το μικρό χαμόγελο της μελαχρινής γοργόνας του είναι το σχοινί της σωτηρίας και της ελπίδας.
Βάδισε 600 χιλιόμετρα με την Αλίθια στην πλάτη για μέρες ολόκληρες, νύχτες ζόφου και απόγνωσης, σφίγγοντας τα χείλη και τις γροθιές του για να μην κυλήσει ούτε δάκρυ που θα μπορούσε να πικράνει το απαλό μαγουλάκι της κόρης του. Έφτασε στη Σεβίλλη για ένα νέο ξεκίνημα για μια νέα αρχή μετά την αυταπάτη μιας άλλης ζωής που δεν του ανήκε. Μιας ζωής δανεισμένης και λογοδοσμένης με αίμα και φυλακή, για δύο διαμαντένια δακτυλίδια που έκλεψε, ενώ η μαφία «απλόχερα» τού ανταπέδωσε, σφάζοντας τη γυναίκα και τα δυο του δίδυμα αγοράκια, προτού προλάβει να αντιδράσει. Το μακελειό που δεν άξιζε ούτε στον ίδιο για μια τέτοια κλοπή, σκόρπισε τον θάνατο σαν γάγγραινα στην οικογένειά του, αφήνοντας ζωντανή μόνο τη μικρή του κόρη που είχε προλάβει να κρυφτεί σ’ ένα μπαούλο παιχνιδιών.
Έπρεπε να φύγει, να εξαφανιστεί με κάθε τρόπο και με κάθε επιλογή, αν ήθελε να μείνει ελεύθερος, αν ήθελε να γλιτώσει αυτός κι η κόρη του. Μονόδρομος η αδελφή του και το ημιυπόγειο που είχε κι ο ίδιος μεγαλώσει πριν δυο δεκαετίες, με άλλο όνομα και διαφορετικά όνειρα. Πάντα ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Ήθελε να δώσει χρώμα σ’ αυτόν τον μουντό δρόμο, που μόνο το γκρίζο κυριαρχούσε. Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα και της μητέρας του διέκοψαν κάθε φαντασίωση του και τον έσπρωξαν σε δουλειές του ποδαριού, ώσπου κατέληξε μετά από χρόνια σε υπηρεσίες μεταξύ ανομίας και παρανομίας. Με αποτέλεσμα να κλέψει δυο δακτυλίδια από το αφεντικό του για να ξεφύγει από τη μιζέρια που είχε καταδικάσει τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Τώρα το σκοτάδι φιλοξενούσε τα επόμενα βήματά του και ο βουβός πόνος της απελπισίας καταρράκωνε κάθε ανάσα του. Έσβησε το τσιγάρο που είχε βγει να κάνει στον δρόμο, κατέβηκε τα 12 φυλακισμένα σκαλοπάτια και φίλησε γλυκά στο μέτωπο τον μικρό του θησαυρό. Καληνύχτισε την αδελφή του και υπολόγισε πέντε ώρες αϋπνίας μέχρι την πρωινή του βάρδια, ενός σκληρού, ατελείωτου και εξουθενωτικού κουβαλήματος για μόλις 12 ευρώ. Ήξερε πως δεν υπάρχει μέλλον και έπρεπε να φύγει το συντομότερο, πριν τον ανακαλύψουν και βάλει σε κίνδυνο ό,τι του έχει χαρίσει και ό,τι του έχει απομείνει από την άλογη πορεία της ζωής του. Υπολόγιζε να περάσει απέναντι στο Μαρόκο και να βρει την πολυπόθητη ελευθερία που έψαχνε. Λίγα ευρώ ακόμα προσπαθούσε να μαζέψει, προκειμένου να μπορέσει να αποζημιώσει τους σωματέμπορους για το μοναδικό όνειρο που είχε φωλιάσει στο ξέπνοο κορμί του.
Ξημέρωσε. Η Αλίθια κοιμόταν βαθιά. Η αδελφή του επίσης. Εκείνος ντύθηκε αργά, έστριψε το τσιγάρο του και ξεκίνησε να ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά. Μόλις είχε προλάβει να κοντοσταθεί στο κεφαλόσκαλο και οι αχτίνες του ήλιου να φωτοσκιάσουν τα ατίθασα μαλλιά του, όταν τρεις ριπές διαμέλισαν κάθε πτυχή του ονείρου του για ελευθερία.
Το αυτοκίνητο, ένα μαύρο Audi, διέσχισε με φόρα την οδό Λόρκα κι ο Ραμόν σωριάστηκε στα σκαλιά που δεν πρόλαβε να ανέβει, αναζητώντας λιγάκι ουρανό. Τα ζωηρά μάτια της Αλίθια ξύπνησαν από τον κρότο, χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν την απάνθρωπη εγγύηση συμβολαίου. Ενός συμβολαίου που στοίχισε, εν τέλει, τέσσερις ζωές και φυλάκισε ασφυχτικά για άλλη μια φορά, πιο οριστική, το παιδικό χαμόγελο της Αλίθια στο υπόγειο μπαούλο της Οδού Λόρκα 12.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Η Λέξη


Δυο ωφελιμιστικά ματάκια καρφωμένα πάνω μου, με εκλιπαρούσαν για μια απελευθερωτική βόλτα. Ζητούσαν να εκχωρήσουν συναισθήματα και ν’ ανταλλάξουν παιχνιδιάρικες διαθέσεις, μα εγώ μόλις είχα ξυπνήσει από έναν φριχτό εφιάλτη. Η Λέξη ανυπομονούσε για την πρωινή της βόλτα και κουνούσε επίμονα την ουρά της, αναμένοντας τις κλασικές κινήσεις από μεριάς μου.
-Σε λίγο Λέξη, να ξυπνήσω πρώτα, να πιώ μια γουλιά καφέ και μετά.
Ένα υπόγειο γρύλισμα, κάτι μεταξύ συγκατάβασης και «αϊστοδιαολιστίας» μού παραχώρησε γύρω στα πέντε λεπτά ανασύνταξης. Δεν νομίζω να άντεχε περισσότερο η κύστη κι η υπομονή της. Σ’ αυτά τα πέντε λεπτά, πλύθηκα, ντύθηκα και ήπια μια γουλιά από τον χθεσινό καφέ, ίσα – ίσα να ανοίξω τα μάτια μου και να αποφύγω με διακριτικότητα την απεχθή επίθεση στον πρώτο τυχόντα που θα μου έλεγε «καλημέρα».
Η Λέξη πήρε το λουρί της στο στόμα και περίμενε να ανοίξει η πόρτα για να ξεχυθεί η λαιμαργία της για ελευθερία. Της φόρεσα το λουρί και σχεδόν τρέχοντας κατηφορίσαμε τον μεγάλο δρόμο που οδηγεί στο πάρκο. Εκεί που ξέρει ότι μπορεί να αλωνίσει ελεύθερη και ήσυχη. Χωρίς «μη», «σταμάτα» και «έλα εδώ». Η απροσδιοριστία της κίνησης συνυφασμένη με μια δόση ωχαδελφισμού αποδομούν ενστικτωδώς όλο τον δυτικό καθωσπρεπισμό μέσα σε λίγα τετραγωνικά δευτερόλεπτα. Κι εγώ μαζεύω πειθήνια τις ακαθαρσίες της αδέσμευτης φίλης, μόνο και μόνο γιατί αγαπώ τη λέξη που σημαίνει «Ελευθερία».
-Δεν επιτρέπεται κύριε να αφήνετε το παλιόσκυλό σας χωρίς λουρί, ακούστηκε μια στριγκή φωνή, από κάτι που έμοιαζε μεταξύ χολερικής και καρτουνίστικης φιγούρας.
«Είναι εξαιρετικά λίγος ο καφές που πρόλαβα να καταναλώσω», σκέφτηκα και έδωσα τόπο στην οργή για να μην αρχίσω να γρυλίζω. Κι εγώ δεν γρυλίζω υπόγεια, αλλά με τα δόντια σε πρώτη θέαση. Η Λέξη ατάραχη, συνέχιζε τη βόλτα της, γράφοντας επιδεικτικά εκεί που πρέπει τη σιτεμένη και στερημένη αυτή ύπαρξη που ούρλιαζε εναλλάξ περί ασυδοσίας και αστυνομίας.
«Λέξη έλα δω». Ήταν η πιο φριχτή φράση που θα μπορούσα να εκφράσω προς τη φίλη μου, πριν ολοκληρώσει το «μουσούδιασμα» σε όλα τα πιθανά και απίθανα φυτά και θάμνους του πάρκου, κατά την προσφιλή της συνήθεια. Όμως η άδολη αγάπη και η εμπιστοσύνη της σε μένα την έκανε με βαριά καρδιά να κατευθυνθεί προς την αλυσίδα της υποταγής. «Πάμε αλλού κούκλα μου, εδώ δεν μας θέλουν» και προχωρήσαμε κι οι δυο μ’ ένα αγέρωχο βλέμμα απαξίωσης, προσπερνώντας αλαζονικά τις βελόνες πλεξίματος που κρατούσε στην αγκαλιά και την καρδιά της η καθήμενη στο παγκάκι.
Ήθελα να της πω πολλά, αλλά το υπόγειο γρύλισμα της Λέξης μου είπε, «άναψε την πίπα σου και παράτα τη στη μιζέρια της», πράγμα που ακολούθησα κατά γράμμα, καθώς ήταν η σειρά μου να υπακούσω στα σοφά της λόγια.
Ήθελα να μιλήσω στη Λέξη για την ελευθερία, γιατί ήξερα ότι μ’ ακούει με προσοχή. Για την ανάγκη όλων των έμβιων όντων, είτε εξ ενστίκτου, είτε εκ λογικής να βιώσουν την ανεμελιά της ζωής, πέρα από διαταγές, επιβολές, κανόνες και περιορισμούς. Μα με πρόλαβε η ικανότητα του νεοφιλελευθερισμού να απελευθερώνει κεφάλαια και να εγκλωβίζει κορμιά.
Τα μέτρα στένεψαν την ψυχή μου. Οι βόλτες με τη Λέξη περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Βγαίναμε συγκεκριμένες ώρες και για μικρή βόλτα με λουρί. Η θλίψη της Λέξης ήταν απερίγραπτη. Το κεφάλι κατεβασμένο και τα μάτια, αυτά τα καφετιά μάτια είχαν πλέον χάσει τη λάμψη τους.
«Για το καλό μας», προσπαθούσα να της δικαιολογηθώ, αλλά ήξερα πως της έλεγα ψέματα. Κανείς και ποτέ σε θέση εξουσίας δεν θέλησε το καλό μας. Θέλησε, απλώς, να επιβάλει τη γνώμη και τα πιστεύω του, με περιτύλιγμα αναγκαιότητας. Επικοινωνιακό αμπαλάζ, για να μη φανεί το μακάβριο πρόσωπο του «σαδισμού».
Η Λέξη κατέβασε τ’ αυτιά και περίμενε στωικά δίπλα μου να λυγίσει ο δείκτης του ρολογιού, δείχνοντας πέντε. Ώρα που θα μπορούσα να τη βγάλω βόλτα για ένα μισάωρο, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες της κυβέρνησης.
Το πάρκο κλειστό. Οι βελόνες στο θηκάρι τους. Τα παγκάκια άδεια, σαν ερειπωμένες εκκλησίες. Οι άνθρωποι μόνοι και κλεισμένοι στη μοναξιά τους. Καταδικασμένοι στις επιλογές τους. Το αύριο αβέβαιο και αποπληθωρισμένο από όνειρα. Πλέον το αυτονόητο και το απαραίτητο έγινε φαντασία κι η φαντασία ουτοπία.
Η Λέξη γαύγισε και σήμανε η ώρα του απεγκλωβισμού από τις μαύρες σκέψεις της καραντίνας. «Ώρα για προαυλισμό μικρή μου». Έδεσα το λουράκι στο λαιμό μου και το χερούλι στο στόμα της φίλης μου. Τα μεγάλα κι εκφραστικά της μάτια με κοίταξαν με απορία. «Πάμε Λέξη! Σ’ έναν αλλόκοτο και παράδοξο κόσμο, δεν έχω εγώ τα ηνία».

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...