Δυο ωφελιμιστικά ματάκια
καρφωμένα πάνω μου, με εκλιπαρούσαν για μια απελευθερωτική βόλτα. Ζητούσαν να
εκχωρήσουν συναισθήματα και ν’ ανταλλάξουν παιχνιδιάρικες διαθέσεις, μα εγώ
μόλις είχα ξυπνήσει από έναν φριχτό εφιάλτη. Η Λέξη ανυπομονούσε για την πρωινή
της βόλτα και κουνούσε επίμονα την ουρά της, αναμένοντας τις κλασικές κινήσεις
από μεριάς μου.
-Σε λίγο Λέξη, να ξυπνήσω πρώτα,
να πιώ μια γουλιά καφέ και μετά.
Ένα υπόγειο γρύλισμα, κάτι μεταξύ
συγκατάβασης και «αϊστοδιαολιστίας» μού παραχώρησε γύρω στα πέντε λεπτά
ανασύνταξης. Δεν νομίζω να άντεχε περισσότερο η κύστη κι η υπομονή της. Σ’ αυτά
τα πέντε λεπτά, πλύθηκα, ντύθηκα και ήπια μια γουλιά από τον χθεσινό καφέ, ίσα
– ίσα να ανοίξω τα μάτια μου και να αποφύγω με διακριτικότητα την απεχθή
επίθεση στον πρώτο τυχόντα που θα μου έλεγε «καλημέρα».
Η Λέξη πήρε το λουρί της στο
στόμα και περίμενε να ανοίξει η πόρτα για να ξεχυθεί η λαιμαργία της για
ελευθερία. Της φόρεσα το λουρί και σχεδόν τρέχοντας κατηφορίσαμε τον μεγάλο
δρόμο που οδηγεί στο πάρκο. Εκεί που ξέρει ότι μπορεί να αλωνίσει ελεύθερη και
ήσυχη. Χωρίς «μη», «σταμάτα» και «έλα εδώ». Η απροσδιοριστία της κίνησης
συνυφασμένη με μια δόση ωχαδελφισμού αποδομούν ενστικτωδώς όλο τον δυτικό
καθωσπρεπισμό μέσα σε λίγα τετραγωνικά δευτερόλεπτα. Κι εγώ μαζεύω πειθήνια τις
ακαθαρσίες της αδέσμευτης φίλης, μόνο και μόνο γιατί αγαπώ τη λέξη που σημαίνει
«Ελευθερία».
-Δεν επιτρέπεται κύριε να αφήνετε
το παλιόσκυλό σας χωρίς λουρί, ακούστηκε μια στριγκή φωνή, από κάτι που έμοιαζε
μεταξύ χολερικής και καρτουνίστικης φιγούρας.
«Είναι εξαιρετικά λίγος ο καφές
που πρόλαβα να καταναλώσω», σκέφτηκα και έδωσα τόπο στην οργή για να μην αρχίσω
να γρυλίζω. Κι εγώ δεν γρυλίζω υπόγεια, αλλά με τα δόντια σε πρώτη θέαση. Η
Λέξη ατάραχη, συνέχιζε τη βόλτα της, γράφοντας επιδεικτικά εκεί που πρέπει τη
σιτεμένη και στερημένη αυτή ύπαρξη που ούρλιαζε εναλλάξ περί ασυδοσίας και
αστυνομίας.
«Λέξη έλα δω». Ήταν η πιο φριχτή
φράση που θα μπορούσα να εκφράσω προς τη φίλη μου, πριν ολοκληρώσει το
«μουσούδιασμα» σε όλα τα πιθανά και απίθανα φυτά και θάμνους του πάρκου, κατά
την προσφιλή της συνήθεια. Όμως η άδολη αγάπη και η εμπιστοσύνη της σε μένα την
έκανε με βαριά καρδιά να κατευθυνθεί προς την αλυσίδα της υποταγής. «Πάμε αλλού
κούκλα μου, εδώ δεν μας θέλουν» και προχωρήσαμε κι οι δυο μ’ ένα αγέρωχο βλέμμα
απαξίωσης, προσπερνώντας αλαζονικά τις βελόνες πλεξίματος που κρατούσε στην αγκαλιά
και την καρδιά της η καθήμενη στο παγκάκι.
Ήθελα να της πω πολλά, αλλά το
υπόγειο γρύλισμα της Λέξης μου είπε, «άναψε την πίπα σου και παράτα τη στη μιζέρια
της», πράγμα που ακολούθησα κατά γράμμα, καθώς ήταν η σειρά μου να υπακούσω στα
σοφά της λόγια.
Ήθελα να μιλήσω στη Λέξη για την
ελευθερία, γιατί ήξερα ότι μ’ ακούει με προσοχή. Για την ανάγκη όλων των έμβιων
όντων, είτε εξ ενστίκτου, είτε εκ λογικής να βιώσουν την ανεμελιά της ζωής,
πέρα από διαταγές, επιβολές, κανόνες και περιορισμούς. Μα με πρόλαβε η
ικανότητα του νεοφιλελευθερισμού να απελευθερώνει κεφάλαια και να εγκλωβίζει
κορμιά.
Τα μέτρα στένεψαν την ψυχή μου.
Οι βόλτες με τη Λέξη περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Βγαίναμε συγκεκριμένες ώρες
και για μικρή βόλτα με λουρί. Η θλίψη της Λέξης ήταν απερίγραπτη. Το κεφάλι
κατεβασμένο και τα μάτια, αυτά τα καφετιά μάτια είχαν πλέον χάσει τη λάμψη
τους.
«Για το καλό μας», προσπαθούσα να
της δικαιολογηθώ, αλλά ήξερα πως της έλεγα ψέματα. Κανείς και ποτέ σε θέση
εξουσίας δεν θέλησε το καλό μας. Θέλησε, απλώς, να επιβάλει τη γνώμη και τα
πιστεύω του, με περιτύλιγμα αναγκαιότητας. Επικοινωνιακό αμπαλάζ, για να μη
φανεί το μακάβριο πρόσωπο του «σαδισμού».
Η Λέξη κατέβασε τ’ αυτιά και
περίμενε στωικά δίπλα μου να λυγίσει ο δείκτης του ρολογιού, δείχνοντας πέντε.
Ώρα που θα μπορούσα να τη βγάλω βόλτα για ένα μισάωρο, σύμφωνα με τις
σκηνοθετικές οδηγίες της κυβέρνησης.
Το πάρκο κλειστό. Οι βελόνες στο
θηκάρι τους. Τα παγκάκια άδεια, σαν ερειπωμένες εκκλησίες. Οι άνθρωποι μόνοι
και κλεισμένοι στη μοναξιά τους. Καταδικασμένοι στις επιλογές τους. Το αύριο
αβέβαιο και αποπληθωρισμένο από όνειρα. Πλέον το αυτονόητο και το απαραίτητο
έγινε φαντασία κι η φαντασία ουτοπία.
Η Λέξη γαύγισε και σήμανε η ώρα
του απεγκλωβισμού από τις μαύρες σκέψεις της καραντίνας. «Ώρα για προαυλισμό
μικρή μου». Έδεσα το λουράκι στο λαιμό μου και το χερούλι στο στόμα της φίλης
μου. Τα μεγάλα κι εκφραστικά της μάτια με κοίταξαν με απορία. «Πάμε Λέξη! Σ’
έναν αλλόκοτο και παράδοξο κόσμο, δεν έχω εγώ τα ηνία».