Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟΣΥΡΙΓΓΙΣΜΟ


Ένας καπνοσυριγγιστής δεν είναι ένας τυχαίος καπνιστής. Αυτό είναι αξίωμα. Γιατί απλούστατα οι κινήσεις του δεν είναι μηχανικές ούτε βέβαια ενστικτώδεις. Αντιλαμβάνεται τι θέλει να καπνίσει, πότε και με ποια ενδεδειγμένη επιλογή πίπας. Άλλωστε αν ήθελε να καλύψει τις νικοτινιακές του ανάγκες, θ’ άναβε ένα τσιγάρο κι εκεί θα τελείωνε οποιαδήποτε αναζήτηση.
Αφού λοιπόν υπεισέρχεται στη διαδικασία ν’ αγοράσει την πίπα του, κάποιον καπνό και τα συμπαρομαρτούντα , τότε εκουσίως εισχωρεί σ’ έναν άλλο χώρο, που ίσως η απόλαυση του καπνίσματος αποκτά μια νέα διάσταση. Δεν επενεργεί πλέον ο αυτοματισμός, αλλά η ευχαρίστηση της διαδικασίας. Από το πως γεμίζει το μπολ της πίπας, μέχρι το πως πρέπει να την καθαρίσει για το επόμενο κάπνισμά του. Από το πως την ανάβει, μέχρι τις ελκυστικές γεύσεις που εφορμούν για να κατακλύσουν τον ουρανίσκο του.
Αν λοιπόν διακατέχεται από την επιθυμία να ψάξει, να ερευνήσει, να εξετάσει τόσο σε επίπεδο καπνοσυρίγγων, όσο και σε επίπεδο καπνών, τι τον ενθουσιάζει και τι του ταιριάζει, τότε δεν μπορεί να ονομάζεται απλά καπνιστής. Αλλά ένας άνθρωπος που τολμά κι αμφισβητεί για να προχωρήσει και ν' ανελιχθεί. Τόσες πληροφορίες τον περιμένουν. Ποιος δημιούργησε τις καλύτερες πίπες, πότε έγινε αυτό, ποιες σχολές δημιουργίας υπήρξαν, αλλά και πως συνεχίζει η παραγωγή τώρα. Τι φόρμες και σχέδια υπάρχουν, τι εννοούμε άριστος τεχνίτης. Τι πρέπει να προσέξω όταν αγοράζω μια πίπα. Είναι αισθητικό το θέμα ή και λειτουργικό. Όλα αυτά είναι ερωτήματα που αρχίζουν να υπάρχουν όσο ερευνά κι όταν ικανοποιείται απ’ τις απαντήσεις τις οποίες ο ίδιος θα δώσει εν τέλει με την εμπειρία και τη γνώση που θ’ αποκτήσει, γεννά νέα ερωτήματα, ώστε να συνεχίζεται αέναα η πορεία του.
Έπειτα όταν αντιληφθεί τον τρόπο που μαθαίνει να επιλέγει την καπνοσύριγγά του και ωριμάσει η τεχνική του κατάρτιση, αρχίζει ή παράλληλα συνεχίζει η έρευνά του για τους καπνούς που θα δοκιμάσει. Ποιες ποικιλίες να προτιμήσει, πως να επιλέξει αυτό ή το δείνα χαρμάνι. Τι γεύση θα του προσφέρει αυτός ο καπνός ή πότε είναι κατάλληλος να καπνιστεί κάποιος άλλος. Θ’ αρχίσει ν ‘αντιλαμβάνεται γεύσεις, οσμές και αποχρώσεις που θα ερεθίζουν τους κάλυκές του και θα γεννούν νέες επιθυμίες για ισορροπίες, ποσοστώσεις και μείξεις καπνών.
Το ταξίδι είναι μοναδικό και μοναχικό παράλληλα. Όσα και ν’ ακούσει, μάθει ή διαβάσει, ο καπνοσυριγγιστής οδεύει μόνος αυτός με την πίπα του. Όσο περισσότερο ερευνήσει σφαιρικά και σε βάθος αυτό το αντικείμενο, χωρίς προκαταλήψεις, παρωπιδισμούς και σκοταδιστικούς αποκλεισμούς, τόσο μεγαλύτερη χαρά θα γευτεί ως αποτέλεσμα. Άλλωστε είναι μάλλον βλακώδες ν’ αναμένει τις λύσεις απ’ τους «ειδήμονες» ή την «επιφοίτηση» για αυτό που μαθαίνει ν’ αγαπά, όταν στα χέρια του απλώνεται ένας ατέρμονος κόσμος πληροφορίας που είναι το διαδίκτυο. Όπως ένας ορθολογικός και σοβαρός άνθρωπος, δεν περιμένει να λάβει τη γνώση ως μασημένη τροφή, αλλά βηματίζει και θέτει τον νου του και την κρίση του σε λειτουργία, έτσι και ο υποψήφιος καπνοσυριγγιστής δεν πρέπει να περιμένει κάτι απ’ τους άλλους. Αφού ξεπέρασε το σκόπελο της «εύκολης λύσης» που είναι το τσιγάρο, σημαίνει ότι του πρέπει κάτι καλύτερο. «Το ωραίο, το αγαθό, το αληθινό». Οφείλει απέναντι στον εαυτό του να βαδίσει σε πιο δύσκολα μονοπάτια και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σ’ αυτό που ονομάζουμε απόλαυση μιας καπνοσύριγγας. Αν μείνει καθηλωμένος και πειθήνιος σε όσα του καταμαρτυρήσουν, όσοι θέλουν να τον «εκπαιδεύσουν», τότε είναι άξιος της τύχης του και δεν νομίζω ότι θα μπορέσει ποτέ να γευτεί πραγματικά το μεγαλείο που νιώθει ένας γνήσιος καπνοσυριγγιστής. Η αφύπνιση λοιπόν κι η έρευνα, αποτινάσσει τους δεσμούς, ανοίγει τους ορίζοντες και δημιουργεί μια εστία αντίστασης, ειδικά τώρα, προς κάθε τι συμβατικό και κατεστημένο.

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Bertrand Russel, 1872-1970 Βρετανός μαθηματικός και φιλόσοφος




Δικές του σκέψεις, τις οποίες ασπάζομαι:


Σε όλα τα θέματα, είναι υγιές, πότε-πότε, να κρεμάς ένα ερωτηματικό στα πράγματα που θεωρείς από καιρό δεδομένα.
Είναι πιθανό η ανθρωπότητα να βρίσκεται στο κατώφλι μια χρυσής εποχής. Αν είναι έτσι όμως, πρέπει πρώτα να αποκεφαλίσουμε το δράκο που φυλάει την πόρτα, και ο δράκος αυτός είναι η θρησκεία.
Λέγεται ότι ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον. Σε όλη μου τη ζωή έψαχνα για στοιχεία που να το στηρίζουν αυτό.
Οι άνθρωποι γεννιούνται αμόρφωτοι, όχι ηλίθιοι. Γίνονται ηλίθιοι με την εκπαίδευση.
Πατριωτισμός είναι η προθυμία να σκοτώσεις και να σκοτωθείς για ασήμαντη αφορμή.
Οι θρησκείες που καταδικάζουν την ηδονή των αισθήσεων, ωθούν τους ανθρώπους να αναζητούν την ηδονή της εξουσίας.
Επιστήμη είναι ό,τι ξέρουμε. Φιλοσοφία είναι ό,τι δεν ξέρουμε.
Απ' ό,τι μπορώ να θυμηθώ, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη στα Ευαγγέλια που να επαινεί την ευφυΐα.
Η θεμελιώδης έννοια της Πολιτικής είναι η Ισχύς, όπως η Ενέργεια είναι θεμελιώδης έννοια της Φυσικής.
Μια καλή ζωή είναι αυτή που εμπνέεται από την αγάπη και καθοδηγείται από τη γνώση.

Έχω μια πίπα


Νίκος Καββαδίας
Στον ποιητή Απ. Μελαχροινό

Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο,
όπου πολύ παράξενα την έχουν σκαλισμένη.
Έχει το σχήμα κεφαλιού Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ένας σ' εμέ ναύτης Δανός την έχει χαρισμένη.

Και μου 'πε αυτός πως μια φορά του την επούλησε ένας,
στην Αλεξάντρεια, έμπορος ναρκωτικών, Αράπης,
και στον Αράπη - λέει - αυτόν, την είχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα της αγάπης.

Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες,
ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω,
κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.

Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ένα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μες στους δρόμους του τους κρύους και βραδιασμένους
να περπατά έναν ύποπτο Αράπη μεθυσμένο.

Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ανοιχτά στο αβέβαιο να αρμενίζει
κι απάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ένας ναύτης,
να 'χει μια πίπα - όπως αυτήν εγώ - και να καπνίζει.

Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου.
Σκέφτομαι: "Θα 'ναι μαγική". Μα πάλι λέω: μη φταίει
ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου;

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

ΑΧΜΑΤΟΒΑ- ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ- ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ- ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ.



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Άλκης Παναγιώτου


Ο 20ος αιώνας ανατέλλει. Η ιδεολογική και πολιτική σύγχυση και πολυγνωμία που υφίσταται ο ρωσικός κόσμος είναι και η αφορμή για να δημιουργηθούν οι καταλληλότερες συνθήκες ανάπτυξης πνευματικών κινημάτων. Μέσα από τις επαναστατικές προοπτικές μιας διαφορετικής ζωής, ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου, αναγεννάται η λογοτεχνική ρωσική δημιουργία. Το τετράπτυχο αυτών των τεσσάρων ποιητών αποτελεί σύμβολο και επίκεντρο της πνευματικής ζωής, όπως αυτή διαμορφώνεται κάτω από τις τόσο ιδιάζουσες συνθήκες.
Η ταυτόχρονη παρουσίαση αυτών των τεσσάρων ποιητών δε γίνεται, βέβαια, ως μια επιπρόσθετη εργασία στο πολλαπλό και καταξιωμένο έργο τους, αλλά ως μια ευκαιρία να παρουσιαστούν εκδοτικές εκδοχές του έργου τους, οι οποίες τα δύο τελευταία χρόνια κοσμούν τα ελληνικά βιβλιοπωλεία.
Η Άννα Αχμάτοβα είναι αυτή που με τη ζωή της και τη διαφοροποίησή της από το οικογενειακό περιβάλλον οδηγεί την ποίηση σε πολύ υψηλά μονοπάτια. Αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο, γίνεται μια αντιστασιακός στην παραδομένη και ζοφερή κατάσταση της ρωσικής πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα προφητεύει μέσα από τα ποιήματά της τις αλλαγές που έρχονται. Ο λυρισμός και η τραγικότητα συνοδοιπορούν στην ποίησή της και εκφράζουν τα πολιτικά σημάδια των επαναστατικών αλλαγών. Θα την κακοχαρακτηρίσουν αλλά και θα την εξυμνήσουν. Εκείνη, όμως, με έναν απαράμιλλο τρόπο, δε θα σταματήσει να εκφράζει με μια εσωτερική αρμονία και μουσικότητα το ψυχολογικό βάθος των σχέσεων και των ανθρώπινων παθών. Η θλίψη και η αγριότητα του καθημερινού βίου θα αποτελέσουν την ποιητική της έμπνευση, που θα της αποφέρει την καθολική αποδοχή. Ξεκινώντας από τα μονοπάτια του συμβολισμού, συναναστρεφόμενη τον Μάντελσταμ, μεταπηδά στον κύκλο των ακμεϊστών.
Το 2007 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ σε εισαγωγή και μετάφραση από τα ρωσικά του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη το ποιητικό της έργο ΡΕΚΒΙΕΜ. Είναι μια δίγλωσση έκδοση που παρακολουθεί στενά το ύφος και το λυρισμό της ποιήτριας και μέσα από την κατατοπιστικότατη εισαγωγή αντιλαμβανόμαστε το μεγαλείο της και τον προσωπικό της πόνο, που την οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του έργου. Ο θρήνος και η θλίψη της για τη φυλάκιση του γιου της από το σταλινικό καθεστώς γίνονται το εφαλτήριο μιας ποιητικής κραυγής και μιας μητρικής οιμωγής για τον ανώνυμο ήρωα.
Η ταλαίπωρη ζωή της και το πικρό της τέλος είναι ταυτόχρονα ένα εισιτήριο για την αθανασία και την υστεροφημία, καθώς ο λυρικός της στίχος ενώνεται με το πάθος του λαού και προκαλεί την Τσβετάγιεβα να την ονομάσει «Άννα πασών των Ρωσιών» και να της αφιερώσει μια πλειάδα ποιημάτων και την αμέριστη αγάπη της.
Στο τέλος του 2008 εμφανίζεται μια καινούρια έκδοση ποιημάτων της από τις εκδόσεις ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ, σε μετάφραση του ποιητή Γιάννη Αντιόχου από τα αγγλικά. Είναι μια ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση που χάρη στην υπερπροσπάθεια του μεταφραστή αποδίδει την ιδεολογία και τον ποιητικό κόσμο της Αχμάτοβα.
Μέσα από τις δύο διαφορετικές αυτές εκδόσεις μπορεί ο φιλαναγνώστης να εντρυφήσει στο έργο της και να βιώσει την πνευματικότητα της ρωσικής ποιητικής δημιουργίας του 20ου αιώνα.
Μια διαφορετική προσωπικότητα, που αντανακλάται στη ζωή του, είναι ο Μάντελσταμ. Εμπνευσμένος από τη δίνη της Οκτωβριανής Επανάστασης, θα ακολουθήσει τα χνάρια της πολιτικής στράτευσης προσμένοντας τη μεγάλη αλλαγή, που φυσικά δε θα έρθει. Μεταπηδώντας και αυτός από το συμβολισμό στον ακμεϊσμό, γίνεται ένας πραγματιστής, που παραθέτει με ειλικρίνεια και σαφήνεια την ρωσική πραγματικότητα. Ωστόσο, βέβαια, η μυστικοπάθεια των στίχων και η βαθιά του πολυγνωσία τον κάνουν έναν αποστασιοποιημένο ποιητή και όχι τόσο ευρέως γνωστό. Φίλος αγαπημένος της Αχμάτοβα, συνοδοιπόρος με τον Μαγιακόφσκι και την Τσβετάγιεβα, θα επαινέσει τη Ρωσική Επανάσταση, ακόμη και τον ίδιο τον Στάλιν, όμως όταν θα έρθει η ώρα να αντισταθεί και να εκφράσει αυτό που πραγματικά νιώθει, δε θα δειλιάσει και γι’ αυτό θα οδηγηθεί στο θάνατο. Είναι κι αυτός ένας επαναστάτης σε σκέψη, ψυχή και σώμα, που ζει μια ζωή πέρα από τα δεδομένα της ποίησης, πολυτάραχη και μεταπίπτουσα, όπως και οι πολιτικές μεταβολές των αρχών του 20ου αιώνα.
Από τις πρώτες του ποιητικές συλλογές ήταν ο κύκλος ΑΡΜΕΝΙΑ, όπου (πέμπτο τεύχος ποίησης) είχαμε νιώσει τη σχέση του ποιητή με το ταξίδι και την αλληγορία. Μέσα από αυτά τα πλαίσια γεννήθηκε και το αφήγημά του ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΑ. Το έργο αυτό, ενώ υπήρξε μία καθοδηγητική επίταση (κομαντιρόφκα) να γραφτεί για να υμνηθεί η αξία της Ρωσικής Επανάστασης, υπήρξε η αφορμή για ένα αλληγορικό ταξίδι και καυστικό σχόλιο στην οικοδόμηση του μπολσεβικικού κράτους. Είναι μια πανδαισία άπειρων φράσεων και εικόνων που κατακλύζονται από την ουμανιστική διάθεση του ποιητή. Αναμφισβήτητα αποτελεί ένα κείμενο ασυνήθιστο για τις αναγνωστικές μας προσλαμβάνουσες, αλλά και μια δηκτική ειρωνεία του πολιτισμού μας. Η εξαίρετη έκδοση του έργου από τις εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ το 2007, σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Γιώργου Χαβουτσά είναι μια πρώτη επιλογή προσέγγισης, έστω και μη ποιητικής φαινομενικά, του Μάντελσταμ. Αναμφισβήτητα, βέβαια, ο λόγος του ποιητή αποκαλύπτεται τμηματικά και ελλειπτικά, προσφέροντάς μας ένα μαγευτικό ταξίδι εικόνων.
Η δεύτερη εκδοτική παρουσία, και η πιο ολοκληρωμένη, είναι η ανθολόγηση του έργου του από τον μεγάλο ερευνητή Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, που κατανόησε όσο κανένας τη ρωσική λογοτεχνία. Είναι μια έκδοση στα μέσα του 2008,λίγο πριν αποβιώσει, από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, όπου παρουσιάζεται με επιστημονική ακρίβεια και μεγαλόπνοη διάθεση η τραγική ζωή και το έργο του ποιητή, οι πολιτικοϊδεολογικές του αντιλήψεις, ο σμιλευμένος και υπαινικτικός στίχος του.
Ο παράλληλος βίος των Ρώσων ποιητών, είτε εκπροσωπούν τα ίδια πνευματικά κινήματα, είτε όχι, μας οδηγεί στον κορυφαίο εκπρόσωπο της ρωσικής επαναστατικής ποίησης, τον Μαγιακόφσκι. Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε το σύμβολο της μαχητικότητας, της εγρήγορσης και της επαναστατικότητας. Υπηρέτησε συνειδητά τη σχολή του φουτουρισμού, προσπαθώντας να γράψει με καινοτόμες αλλαγές, με λέξεις, εικόνες και στίχο. Χρησιμοποίησε την κλιμακωτή γραφή και τη μεταμοντέρνα εκδοχή του στίχου, για να εκφράσει το όνειρο, το θαύμα της Επανάστασης. Στόχος του η αφύπνιση των μαζών και η λύτρωση από την λυπηρή καθημερινότητα. Πολυτάραχη και αλλοπρόσαλλη η ζωή του, έδωσε τροφή για να εξυμνηθεί από τους ποιητικούς κύκλους. Σύνθημά του ήταν η διαφοροποίηση και το καινούριο που δεν πρεσβεύει τα υπάρχοντα δεδομένα στην τέχνη, δεν αλλοιώνεται από το σύστημα, δεν καθηλώνεται από τη θρησκεία, δεν παροπλίζεται από τον άβολο έρωτα. Η πληθωρική του παρουσία υπήρξε μία βόμβα πνευματική, που οδήγησε, κυρίως με το θάνατό του, στην ηρωοποίησή του. Η σύντομη ζωή του, καθώς και η αυτοκτονία του, καταγράφηκαν στη συνείδηση του λαού ως μία έκφραση επανάστασης. Γι’ αυτό, βεβαίως, και καπηλεύτηκαν όσο κανενός άλλου το όνομα και την αξία οι προπαγανδιστές της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ο αυθορμητισμός, το πάθος, η θλίψη αλλά και η αμφιβολία που συνυπάρχουν στο έργο του είναι τα εκρηκτικά κλειδιά που χρειάζεται η προπαγάνδα για να τα χρησιμοποιήσει ως εργαλείο της. Ο ίδιος δεν μπορεί να αντιδράσει, όντας νεκρός, δεν μπορεί να αντισταθεί, δεν μπορεί να διαψεύσει τις ίδιες του τις ελπίδες. Αντιθέτως επιτείνει, με τον πρόωρο θάνατό του, το τέλος της σοσιαλιστικής αθωότητας.
Η αντιπροσωπευτική συλλογή του ΣΥΝΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ κυκλοφόρησε μέσα στο 2008 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ σε εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια από τα ρωσικά από τον Δημήτρη Τριανταφυλλίδη. Επιπλέον, αυτή η έκδοση μάς προσφέρει τα σχόλια και τις σκέψεις, των συνοδοιπόρων του Μαγιακόφσκι, Πάστερνακ, Τσβετάγιεβα και Σεβεριάνιν, ένας πολύτιμος οδηγός ανάγνωσης και κατανόησης των ποιημάτων του.

Ίσως στο πρόσωπο του Μαγιακόφσκι εκδηλώθηκαν με τον πιο απόλυτο τρόπο τα προσωπεία της ποίησης που μπορούν να εκτοξευθούν στη μαγεία και το κάλλος, αλλά δυστυχώς μπορούν να καταπέσουν στην καπηλεία, τη νοθεία και τη στυγνή εκμετάλλευση.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η αγαπημένη του φίλη Τσβετάγιεβα θα τον βοηθήσει εν ζωή και μετά θάνατον να ανέβει στο απόγειο της δόξας του. Ο μεγάλος της θαυμασμός για την Αχμάτοβα και τον Μαγιακόφσκι θα σημαδέψουν τη ζωή της και τις σχέσεις της μέσα στην περιπέτεια του πολυπράγμονα βίου της. Η ίδια, ταλαιπωρημένη και πικραμένη από το σύστημα, θα εκφράσει με την πληθωρική της παρουσία και το πηγαίο ταλέντο της τα όνειρα, τις αλληγορίες και τα πάθη της. Θα ζήσει μία ζωή γεμάτη πίκρα και πόνο, αλλά και ιδιαίτερα έντονη σε ψυχικά και σωματικά πάθη. Αυτή η πίκρα και ο έρωτας θα βρουν καταφύγιο στις ποιητικές της συλλογές, ενώ η μυστηριώδης φύση της θα επισκιάσει με ένα πέπλο θανάτου τις επιλογές της. Η αυτοκτονία της στο τέλος δεν αποτελεί παρά μία διέξοδο από την αφόρητη ζωή της.
Η πρόσφατη έκδοση των τετραδίων της και των σημειώσεών της από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, με τίτλο ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ, σε μετάφραση από τα ρωσικά Μάρως Κάτσικα και από τα γαλλικά της Ανδριάνας Χάχλα, είναι μία ευκαιρία καταβύθισης στον προσωπικό κόσμο μιας ποιήτριας, μιας γυναίκας, αλλά και μιας Ρωσίδας. Ο χειμαρρώδης λόγος της αποτελεί μία εξομολόγηση- ποταμό, που φέρνει στην επιφάνεια το φάσμα της πνευματικής κουλτούρας του Μεσοπολέμου. Από τη Ρωσία μέχρι τη Γαλλία διατρέχει τις σκέψεις και τους πόθους, τους χιμαιρικούς έρωτες, τα συναισθήματα και τις αντιφάσεις μιας τόσο έντονης προσωπικότητας, που σημάδεψε το ρωσικό λογοτεχνικό πανόραμα του 20ου αιώνα. Σε μία επιμελημένη έκδοση, ο Τσβετάν Τοντόροφ φιλόσοφος και πολιτικός αναλυτής του αιώνα που μας πέρασε, την παρουσιάζει με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο και ξεγυμνώνει την ψυχή και το μυαλό της μεγάλης ποιήτριας, όχι για χάρη μιας εφήμερης διάθεσης, αλλά για να προσδώσει στην Τσβετάγιεβα την αξία που της πρέπει και να μυήσει τον αναγνώστη στο διαχρονικό της έργο.
Ολοκληρώνοντας, η παρουσίαση αυτών των τεσσάρων ποιητών, που για το ταλέντο και το μεγαλείο τους έχουν ειπωθεί όλα, αυτό που μπορεί να μείνει στην ψυχή του κάθε αναγνώστη είναι το ταξίδι, η μαχητικότητα, η επαναστατικότητα και το πάθος για ζωή σε όλες της τις πτυχές, που ενέπνευσαν τη γραφίδα τους. Από τον έρωτα και την αγάπη, μέχρι την καθημερινότητα και το αύριο των ονείρων τους, ο καθένας με το δικό του τρόπο και τις δικές του επιταγές, επέβαλαν την παρουσία τους και παρέμειναν ως τώρα σημεία αναφοράς τόσο της ρωσικής λογοτεχνίας, όσο και ενός ευρύτατου πνευματικού κύκλου των δυτικών γραμμάτων.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Γιάννης Ρίτσος 1909 - 1990


Επιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου


Η αξία ενός μεγάλου ποιητή καθορίζεται από πολλά στοιχεία, κυρίως όμως από την υστεροφημία των πονημάτων του. Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής, όχι μόνο γιατί μας κληροδότησε ένα τόσο εκτενές και εμπνευσμένο έργο, όσο γιατί σημάδεψε με τη ζωή του, τις αγωνίες και την στράτευσή του ολόκληρο τον εικοστό αιώνα.Υπήρξε ένας ποιητής που δήλωνε πάντοτε παρών στους μεγάλους αγώνες ενός ταλαιπωρημένου λαού. Ύμνησε τον απλό άνθρωπο με μια εκφραστική και ευαίσθητη γλώσσα, εξομολογήθηκε με επιμονή στη λεπτομέρεια τους πόνους, τις θλίψεις και τις κακουχίες που τον σημάδεψαν, εξέφρασε το όραμα μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η στράτευσή του υπήρξε το εφαλτήριο της έμπνευσής του ή ο εγκλωβισμός του σε ένα ιδεολογικοπολιτικό μοτίβο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δε θα πρέπει να τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, αλλά να του αποδώσουμε την τιμή που πρέπει σε έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ψυχή τε και σώματι γι’ αυτά τα οποία πρέσβευε. Η γλώσσα και το ύφος του ήταν τα «εργαλεία» για να εκφράσει κάθε του ένσταση και μέσα από μια ποικιλία εκφραστικών μέσων να αποδώσει τις υπαρξιακές του αγωνίες.
Σύμφωνα με τις νεότερες κριτικές, αναγνωρίζουμε έξι φάσεις της ποιητικής του διαδρομής: Στην πρώτη φάση (1926- 1936) εκδίδει τη συλλογή του Τρακτέρ, όπου διαφαίνεται το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του επαναστατημένου νέου. Ακολουθούν οι Πυραμίδες, μια συλλογή που εμπνέεται από τον καρυωτακισμό και το μαγιακοφσκικό φουτουρισμό. Η περίοδος αυτή κλείνει με μια παραδοσιακή σε σχήμα και μορφή συλλογή, τον Επιτάφιο. Διακατέχεται από έντονη απαισιοδοξία, επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής αλλά και από τις προσωπικές του περιπέτειες υγείας:

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…
(Επιτάφιος)

Η δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής (1937- 1943) σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη της παραδοσιακής ποίησης, την αποδοχή του ελεύθερου στίχου και την ενσωμάτωση στο έργο του στοιχείων του υπερρεαλισμού και του συμβολισμού. Στις συλλογές που γράφονται: Ο Ξένος, Το τραγούδι της αδερφής μου, Εαρινή συμφωνία, Το εμβατήριο του ωκεανού, Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής και Η δοκιμασία αναγνωρίζουμε τον πηγαίο λυρισμό και την υπαινικτική έκφραση που θα γίνουν στοιχεία χαρακτηριστικά όλων των περαιτέρω ποιημάτων του. Στις εκτενείς αυτές συλλογές, επιδιώκει να εκφράσει την εσωτερική του κατάσταση, τα βιώματά του και να μεταπλάσει όλο το είναι του σε ποίηση:

Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω
κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
(Εαρινή Συμφωνία)

Η επόμενη φάση βρίσκει τον ποιητή στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου (1944- 1955). Η ζοφερή εικόνα που περιβάλλει την Ελλάδα δημιουργεί και την βαριά ατμόσφαιρα που καθορίζει τις ποιητικές του ανησυχίες. Στις συλλογές που εκδίδει (Ρωμιοσύνη, Η Κυρά των αμπελιών, Οι γειτονιές του κόσμου, Καπνισμένο τσουκάλι, Ανυπότακτη πολιτεία, Το ποτάμι κ’ εμείς, Πρωινό άστρο) διακρίνουμε τη στοχαστική διάθεση του ποιητή, την αγάπη του για το ελληνικό τοπίο, την επαφή του με την ιστορία και την παράδοση. Το ύφος του γίνεται περισσότερο αφηγηματικό, εκφράζοντας έτσι εντονότερα την εξομολογητική του διάθεση και τα όνειρά του για το μέλλον. Η θλίψη, ο πόνος και η δυστυχία των πολέμων βρίσκουν ως αντιστάθμισμα ένα επαναστατικό όραμα που επιθυμεί να εκφράσει, αλλά θα κάνει πράξη κυρίως στα επόμενα ποιητικά του μονοπάτια.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος- βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.
(Καπνισμένο τσουκάλι)

Η τέταρτη φάση (1956- 1966) θεωρείται η πιο δημιουργική και ποιοτική περίοδος του ποιητή, καθώς εκδίδει τη συλλογή Τέταρτη Διάσταση στην οποία αναμετράται με τον ψυχικό του κόσμο και χάρη στην οποία ο ποιητής κερδίζει το 1956 το κρατικό βραβείο ποίησης για το ποίημα Η Σονάτα του Σεληνόφωτος. Η εσωτερική βίωση των πραγμάτων, η υπαινικτικότητα και η ευαισθησία του ποιητή είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν τη συγκεκριμένη συλλογή. Ταυτόχρονα οι ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις που δημιουργούνται στον αριστερό χώρο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίησή του. Επίσης, την ίδια περίοδο εκδίδει ποιήματα με πυκνό, λιτό και επιγραμματικό χαρακτήρα, όπου η μνήμη, η φθορά και ο θάνατος καθορίζουν τις συντεταγμένες:

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει-
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

(Η Σονάτα του Σεληνόφωτος)

Η επόμενη φάση (1967- 1971) βρίσκει τον ποιητή περιορισμένο στο Καρλόβασι της Σάμου να γράφει μικρά και περιεκτικά ποιήματα, ως αντίσταση στη δικτατορία: Πέτρες- Επαναλήψεις- Κιγκλίδωμα, Χειρονομίες, Διάδρομος και σκάλα, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη.
Η τελευταία φάση της ποιητικής παρουσίας του Γιάννη Ρίτσου περικλείεται στην ποιητική συλλογή Γίγνεσθαι. Πρόκειται για ένα καθαρά αυτοβιογραφικό θεματολόγιο, όπου ο κουβεντιαστός λόγος ανασύρει τις παιδικές μνήμες του ποιητή, εκφρασμένες με αισθησιασμό και λυρισμό. Οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές και οι εικόνες δημιουργούν ένα πολυσύνθετο σχήμα μιας νοσταλγικής πορείας κι ενός έντονα παρηγορητικού λόγου. Οι πολύχρονες εξορίες, η απόρριψη μεγάλου μέρους της ποίησής του από τους κριτικούς, η απογοήτευση από τις προσωπικές του κακουχίες, οι ματαιώσεις από τα ιδεολογικά του πιστεύω αποτελούν τις δημιουργικές του εμμονές και τις κυρίαρχες πηγές έμπνευσής του μέχρι το τέλος:

Είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα, επιμένω, δεν το βάζω κάτω.
Είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους
είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα
είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία
είπα στους νεκρούς: περιμένετε, τίποτα δεν τελειώνει.
(Γκραγκάντα)

Ο Ρίτσος εν τέλει υπήρξε ένας ασυμβίβαστος ποιητής σε ένα συμβιβασμένο τοπίο. Πίστεψε όσο κανείς σε μια ουτοπία, σε μια επανάσταση, γιατί ήθελε να ξεχωρίζει. Μέσα από το έργο του ένιωσε την πληρότητα και την ευδαιμονία. Η ζωή του χάρισε ελάχιστες χαρές, όμως η εσωτερική του ευτυχία, η ικανοποίηση από αυτό που πίστευε, του πρόσφερε μια θέση αναγνώρισης και αποδοχής, κυρίως μετά θάνατον. Η αδιαφιλονίκητη, πλέον, αξία του χάρισε σε μας τη μοναδικότητα του έργου του και την ειλικρινή αγάπη του για την Ελλάδα και τον άνθρωπο. Άλλωστε, καλύτερα απ’ όλους το είπε ο ίδιος σ’ ένα εκδοθέν μετά θάνατον έργο του:

Πόσους θανάτους στοιχίζει η αθανασία
κι αυτή μετά θάνατον…




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Περιοδικό Νέα Εστία, τ. 1547, Δεκέμβριος 1991.
Περιοδικό Η λέξη, τ. 182, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2004.
Διεθνές συνέδριο ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη/ Κέδρος, Αθήνα 2008.
Αγγελική Κώττη, Γιάννης Ρίτσος, (αναθεωρημένη έκδοση), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009.
Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2000.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
Α.Γεωργιάδου, Νεοελληνική λογοτεχνία ποίηση Γ΄Ενιαίου Λυκείου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2002

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)



ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


Θάλασσα… Μια παρουσία ζωντανή, έντονη, ριζωμένη στην ψυχή και το ήθος του λαού μας. Αυτή τη θαλασσινή φύση του Έλληνα έχουν πολλοί λογοτέχνες περιγράψει, υμνήσει, τραγουδήσει… Κανένας, όμως, δεν έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με τις θαλασσινές εικόνες και τη ναυτική ζωή, κανένας δεν έχει αναπτύξει τέτοια σχέση ερωτική με τη θάλασσα, όσο ο ποιητής Νίκος Καββαδίας.Ο "Κόλιας" πάντα με συνέπαιρνε με την ποίηση του και τους στίχους του σε χώρες αλαργινές. Τόποι παράξενοι κι απόκοσμοι. Μ'ένα γλωσσάρι ναυτικό διάβαζα τα κείμενά του, άναβα μια πίπα και ταξίδευα μαζί του, μιας κι η θάλασσα παραμένει και για μένα αγάπη αλλόκοτη.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Nικόλσκι Oυσουρίσκι, μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας. Όταν έγινε τεσσάρων ετών, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Μαντζουρία, λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης και να εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά κι αργότερα στον Πειραιά. Εκεί, ο Νίκος Καββαδίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μαγεία του υγρού στοιχείου, ταξιδεύοντας με τον πατέρα του, που στο μεταξύ είχε χάσει την περιουσία του και εργαζόταν ως τροφοδότης σε πλοία συγγενών.
Η κλίση του στη συγγραφή εκδηλώνεται πολύ νωρίς. Στο διάστημα 1921-1932 ο Νίκος Καββαδίας κάνει τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα, δημοσιεύοντας κάποια πρωτόλειά του, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βλαχάλας.
Η πρώτη του επίσημη, όμως, εμφάνιση στο λογοτεχνικό στερέωμα της εποχής, γίνεται με την ποιητική συλλογή Μαραμπού, στα 1933. Το Μαραμπού τυγχάνει θερμής υποδοχής από τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, που παραδέχεται ότι ο νεαρός Νίκος Καββαδίας φέρνει νέα πνοή στην ελληνική ποίηση. Ο ίδιος ο Φώτος Πολίτης, στην πρώτη σελίδα της Πρωίας μιλά για τον Νίκο Καββαδία με τέτοιον τρόπο, ώστε συμβάλει αποφασιστικά στην ευρύτερη διάδοση και αποδοχή του νεαρού ποιητή. Πρόκειται, πράγματι, για μια συλλογή ποιημάτων, όπου αποτυπώνεται με τον πιο επιτυχημένο τρόπο η πρώτη επαφή του ποιητή με τη θάλασσα. Αυτή είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο ποιητής επιλέγει να ζωγραφίσει όλα εκείνα που τον παθιάζουν, τον συνεπαίρνουν, τον πονούν. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από την μία πλευρά από τη φρεσκάδα, την αθωότητα, τον ενθουσιασμό που προκαλεί η γνωριμία με τους γαλάζιους πόντους και από την άλλη αποπνέουν μιαν αδιάκοπη αναζήτηση της έντασης, του κινδύνου και της περιπέτειας. Αυτή η μέθη της περιπέτειας διαπερνά το είναι του και μετουσιώνεται σε ποιητική γραφή, κάνοντας τον αναγνώστη περισσότερο να νιώσει, παρά να αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες και τις σκληρές συνθήκες της ζωής στα καράβια. Μέσα στις αυτοτελείς ιστορίες του Μαραμπού παρελαύνουν ως πρωταγωνιστές όλοι οι αυθεντικοί εκείνοι άνθρωποι που συγκίνησαν τον ποιητή, όλοι οι βασανισμένοι, όπως ο πιλότος Νάγκελ, οι περιθωριοποιημένοι, όπως ο Γουίλλη, ο νέγρος θερμαστής, η πόρνη Gabrielle Didot. Παρελαύνει, όμως, και η ίδια η ψυχή του Νίκου Καββαδία, που προφανώς βρίσκει στο βιωματικό του γράψιμο το πεδίο που αναζητά για να εξωτερικεύσει τους προβληματισμούς, τη σκοτεινιά και τον πόνο της, όπως συμβαίνει στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα και στο Μαχαίρι, όπου ο εξομολογητικός τόνος και η υπόγεια μελαγχολία του ποιητή δονούν την ψυχή του αναγνώστη περισσότερο κι από την πιο δυνατή κραυγή αγωνίας: Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο/ που ιδιοτροπία μ’ έκανε και το ‘καμα δικό μου/ Κι αφού κανέναν δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω/ φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου.
Φαίνεται ότι ο Νίκος Καββαδίας δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να εξασφαλίσει τη φήμη του στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας• γι’ αυτό και αντί να παραμείνει στην πρωτεύουσα και να απολαύσει την αποδοχή και το θαυμασμό, στρέφεται προς αυτό που τον κυριεύει ολοκληρωτικά: μπαρκάρει ξανά. Τα ταξίδια του διακόπτονται κατά το διάστημα 1939- 1945, οπότε και ο ποιητής επιστρατεύεται και πολεμά στο αλβανικό μέτωπο και στη συνέχεια ζει τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα. Ωστόσο, και κατά το διάστημα αυτό ο Νίκος Καββαδίας δε σταματά να γράφει και να αγωνίζεται με την πένα του. Γράφει αντιστασιακά ποιήματα, τα οποία δημοσιεύονται υπό το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι», μεταφράζει μαζί με τον Β. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νιλ με ήρωες ανθρώπους του λιμανιού και στα 1945, ενώ περιμένει να ξαναμπαρκάρει, συνεργάζεται με τον Δ. Φωτιάδη στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Εκεί είναι που δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, και το ποίημά του Federico Garcia Lorca, εμπνευσμένο από το θάνατο του Ισπανού ποιητή, τον οποίο δολοφόνησαν οι φασίστες του Φράνκο.
Μπαρκάρει ξανά τον Οκτώβριο του 1945 και δημοσιεύει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή τον Ιανουάριο του 1947. Το Πούσι, όμως, δεν έτυχε αντιμετώπισης αντίστοιχης με εκείνη του Μαραμπού. Κι αυτό γιατί ο Νίκος Καββαδίας επιλέγει να μη συμπεριλάβει τα πολιτικά του ποιήματα στην ποιητική αυτή συλλογή, κάτι που προκαλεί επικρίσεις. Ο Αιμ. Χουρμούζιος, μάλιστα, τον κατηγορεί μέσα από τις σελίδες της Νέας Εστίας για έλλειψη ήθους.
Ωστόσο, το Πούσι είναι αναμφισβήτητα μια ποιητική συλλογή σαφώς πιο ώριμη από το Μαραμπού. Οι αυξημένες εμπειρίες του ποιητή από τα λιμάνια και τα καράβια, καθώς και η συμμετοχή του στον πόλεμο και την αντίσταση έχουν αφήσει το στίγμα τους και στην ποιητική γραφή του Νίκου Καββαδία. Ο στίχος του γίνεται πλέον υπαινικτικός, ασκώντας στον αναγνώστη τη γοητεία που ασκούν όλα εκείνα που δεν αντιλαμβάνεται πλήρως, όλα εκείνα που ξεφεύγουν από το καθημερινό. Στο Πούσι δεν υπάρχει πια ο ευθύς και ξεκάθαρος αφηγηματικός τρόπος του Μαραμπού• ο Νίκος Καββαδίας δεν αφηγείται πλέον συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή στα καράβια, εναλλασσόμενα με αναμνήσεις και διαβάσματα. Το εννοιολογικό περιεχόμενο των ποιημάτων του περιορίζεται και στόχος του ποιητή γίνεται πλέον η μετάδοση σκέψεων, συναισθημάτων και ψυχικών διαθέσεων μέσα από εικόνες έντονες και λόγο μουσικό και υποβλητικό, μέσα από έναν λόγο απολύτως εναρμονισμένο με τον ψυχισμό του ποιητή, δηλαδή. Άλλωστε και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί βρίθει από ναυτικές ορολογίες, που δυσκολεύουν τον αναγνώστη να καταλάβει επακριβώς το νόημα των γραφομένων, μα σε καμία περίπτωση δεν στέκεται εμπόδιο στη συγκίνηση και το πάθος που νιώθουμε όλοι μας διαβάζοντας τους στίχους του Kuro Siwo, του Καραντί, του Σταυρός του Νότου και των υπολοίπων ποιημάτων της συλλογής αυτής.
Η αμεσότητα και η συνοχή των ποιημάτων εξασφαλίζονται και από την κυριαρχία του δεύτερου γραμματικού προσώπου: κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ή τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα. Παράλληλα, η επιστολική μορφή των ποιημάτων, που ενισχύεται από τις αφιερώσεις οι οποίες προτάσσονται σχεδόν όλων των ποιημάτων, προσδίδουν μια αίσθηση οικειότητας στην ποιητική αυτή συλλογή.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Νίκος Καββαδίας θα δει να επανεκδίδονται τα έργα του, θα δει να εκδίδεται η Βάρδια, πεζογράφημα που- σύμφωνα με τη Libaration- κατατάσσεται ανάμεσα στα εκατό καλύτερα βιβλία στην Ευρώπη, θα ζήσει την επιβράβευση και την αναγνώριση, αλλά και θα βιώσει μια οικογενειακή τραγωδία, που τον σημαδεύει τόσο, ώστε εγκαταλείπει προσωρινά το γράψιμο. Ωστόσο, δε σταματά τα ταξίδια. Ταξιδεύει, σχεδόν αδιάκοπα, έως λίγο πριν το θάνατό του. Περιμένοντας για άλλη μια φορά να μπαρκάρει, το Μάρτιο του 1974, επεξεργάζεται τα ποιήματά του, αλλά διατυπώνει και την ανησυχία του ότι δε θα προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Φαίνεται ότι έχει ήδη προαισθανθεί το τέλος…
Ο Νίκος Καββαδίας πέθανε το Φεβρουάριο του 1975. Λίγο καιρό αργότερα τυπώνεται το Τραβέρσο, ποιητική συλλογή, όπου η γραφή του ποιητή γίνεται πιο βαθειά, πιο διεισδυτική, πιο οξεία. Με φόντο πάντα την παρακμή σκιαγραφείται πάντα ο άνθρωπος: μοναχικός, μελαγχολικός, απελπισμένος. Ο άνθρωπος του περιθωρίου, αυτός που ζει στα όρια της ύπαρξής του… Ίσως γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι ηρωοποιεί τους απόβλητους της κοινωνίας. Ίσως γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καταραμένος Έλληνας ποιητής». Ίσως, πάλι, γι’ αυτό να είναι τόσα χρόνια μετά το θάνατό του ο δικός μας ποιητής, ακόμα κι αν δεν τον κατανοούμε πλήρως…






Kuro Siwo

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Αλλά και το Γράμμα σ'ένα ποιητή είναι απ'αυτά που μπορούν να συγκινήσουν,ειδικά σ'αυτή την μελοποιημένη εκδοχή.




Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ΄ αυτές απλά να σε σύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ΄κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες τ ΄αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει

Μ. Καραγάτσης (1908- 1960)




Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου


Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από το θάνατο του Μ.Καραγάτση, κατά κόσμον Δημήτρη Ροδόπουλου. Η έντονη προσωπικότητά του, καθώς και το επιβλητικό του έργο υπήρξαν η αφορμή για πολλές συζητήσεις, σκέψεις και θεωρήσεις από φιλολόγους και κριτικούς της λογοτεχνίας. Η σημαντικότερη, όμως, κατά την ταπεινή μας άποψη, απόδειξη ότι ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους κυριότερους εκφραστές της γενιάς του ’30 είναι το γεγονός, ότι μισό αιώνα μετά το θάνατό του δεν έχει καταλαγιάσει ακόμα ο θόρυβος, που προκάλεσε η ζωή και το έργο του.
Μαρτυρίες που φθάνουν σ’ εμάς τους νεότερους αναφορικά με την πολυτάραχη ζωή του είναι όντως ενδιαφέρουσες και φορτισμένες με μια απόκοσμη ατμόσφαιρα μυστηρίου. Απ’ όσο μπορούμε να συμπεράνουμε, ο άνθρωπος αυτός ζούσε για να διαβάζει, να γράφει και να δημοσιεύει κείμενα. Η προσωπική του ζωή, πολυδιάστατη και αλλοπρόσαλλη, ο οργισμένος χαρακτήρας αλλά και το αστείρευτο ταμπεραμέντο του μονοπωλούσαν καθοριστικά και εγωκεντρικά τις σκέψεις και τη δράση του. Όλοι οι υπόλοιποι, που περιστρέφονταν γύρω του, έπρεπε να υπηρετούν αυτό το μοναδικό ταλέντο. Έτσι, μαρτυρούν όσοι τον γνώρισαν, έτσι καταγράφει τις μνήμες της και η κόρη του, Μαρίνα Καραγάτση, στο πρόσφατο βιβλίο της «Το Ευχαριστημένο ή Οι Δικοί μου Άνθρωποι».
Βεβαίως, ένας τόσο επεισοδιακός βίος δε θα μπορούσε παρά να ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την μαγική του πένα να πλάσει και να υποστηρίξει τις μυθιστορηματικές του περσόνες. Ο γύρω του κόσμος, οι συγγενείς και οι φίλοι, ο ίδιος του ο εαυτός είναι τα χαρακτηριστικά προσωπεία που αναγνωρίζει κανείς στα μυθιστορήματά του.
Από μικρός, ξεκινώντας με το ξεχωριστό διήγημα «Η Κυρία Νίτσα» σφραγίζει την παρουσία του στο λογοτεχνικό στερέωμα. Λίγα χρόνια αργότερα, δημοσιεύοντας το «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», φανερώνει ότι είναι γεννημένος συγγραφέας. Φανατικός οπαδός του ρεαλισμού, με μικρά ψήγματα νατουραλιστικής διάθεσης, κυρίως ως προς τις περιγραφές του, και ακραιφνής δημοτικιστής.
Δημοσιεύοντας τη «Μεγάλη Χίμαιρα» θα αποδείξει περίτρανα ότι είναι απελευθερωμένος σεξουαλικά, όσον αφορά τους ήρωές του, και θα δημιουργήσει προκλήσεις και παραδοξότητες που θα εκφράσουν την ψυχολογική του καταπιεσμένη πλευρά, αλλά και την πληθωρική του πεζογραφική ιδιοφυία. Θα χαρακτηριστεί οξύτατος παρατηρητής της νεοελληνικής αστικής κοινωνίας, ο οποίος γνωρίζει να ψυχαναλύει τους ήρωές του, αλλά και ενστικτωδώς να ταυτίζεται μαζί τους κατά την αφήγηση.
Στη συνέχεια των δημοσιευμάτων του έρχεται το μεγάλο προσωπικό του μυθιστόρημα, ο «Γιούγκερμαν», όπου εκεί πραγματικά απελευθερώνει τον εαυτό του, σαρκάζει και ειρωνεύεται, ενώ γίνεται πολλές φορές αντιηρωικός και κυνικός, κατακλύζοντας το λόγο του, μια βίαιη πνοή ηδονισμού. Ο φόβος και η αποξένωση που έχει βιώσει από τον πατέρα του θα γίνει γι’ αυτόν σταθμός εκκίνησης της γραφής του.
Οι ήρωές του, ως επί το πλείστον, ζουν οριακές καταστάσεις, κυρίως βρίσκονται προ του θανάτου, όπου όλες οι δυνάμεις τους επιστρατεύονται για να εκφράσουν τις ψυχοσωματικές τους ιδιαιτερότητες. Επαναστατικός, βίαιος, πολλές φορές απροσάρμοστος, γι’ αυτό και πάντοτε μοναχικός, δίνει την αίσθηση ότι τον κατατρέχουν συναισθηματικές ενοχές και σεξουαλικές εμμονές.
Την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημοσιεύει την τριλογία «Ο Κόσμος που πεθαίνει», η οποία αποτελείται από τρία μυθιστορήματα: «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα Στερνά του Μίχαλου». Η πλοκή εκτυλίσσεται κατά την Επανάσταση του 1821, γεγονός που του δίνει την ευκαιρία από τη μια να βεβαιώσει τις ιστορικές του γνώσεις και από την άλλη να εκφράσει τις σκέψεις του και την κοσμοθεωρία του. Η στάση του απέναντι στον κόσμο είναι μακιαβελική, οι ήρωές του δε διστάζουν να γίνουν ισοπεδωτικά περιθωριακοί, αρκεί να κατορθώσουν όσα έχουν επιθυμήσει. Προσωπεία που ποτέ δεν παραμένουν στατικά, αλλά μεταλλάσσονται και ελίσσονται ανάλογα με τις περιστάσεις και τα γεγονότα. Γι’ αυτό, βεβαίως, μεταπηδούν απ’ τη δυναμικότητα και την επιτυχία στην τραγικότητα και την ενοχή. Ταυτόχρονα, βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι η περίοδος που το δημοσιεύει δεν τον αφήνει εντελώς ανεπηρέαστο, προσφέροντας περιθώριο να επιβεβαιωθούν τα εθνικά ιδανικά. Η πολιτική του στάση παραμένει συντηρητική, αλλά βεβαίως χωρίς ίχνος πουριτανισμού ή θρησκευτικής ευλάβειας.
Μετά τον πόλεμο, θα δημοσιεύσει τον «Μεγάλο Ύπνο», ο οποίος είναι μία ελεγεία για το θάνατο της μητέρας του. Είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό συμβαίνει στη ζωή του και πραγματικά σημαδεύει την ψυχοσύνθεση και τη γραφή του.
Η πολυδιάστατη προσωπικότητά του δεν αντικατοπτρίζει και μια ευρωπαϊκή καριέρα. Παραμένει ελληνοκεντρικός εκ πεποιθήσεως, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να είχε εισχωρήσει στα ευρωπαϊκά σαλόνια, όπως αυτό συνέβη μετά το θάνατό του, με τα έργα του που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Εκτός από τα μυθιστορήματα, θα γράψει πολλά διηγήματα, ποιήματα που δε θα δημοσιεύσει σε κάποια συλλογή, παρά μόνο στη Νέα Εστία, θεατρικά που δε θα έχουν ανάλογη επιτυχία με τα μυθιστορήματά του, κριτικές θεάτρου και ταξιδιωτικές εντυπώσεις.
Μεταπολεμικά θα γράψει το σημαντικότερο ίσως μυθιστόρημά του και το πιο ολοκληρωμένο συγγραφικά, τον «Κίτρινο Φάκελο», όπου η πρωτοτυπία, η δυνατή πλοκή και η αστείρευτη αφηγηματική του δεινότητα θα συνταιριαστούν με τον καλύτερο τρόπο.
Επίσης, η βιογραφία του «Σέργιου και Βάκχου» θα του δώσει την εκρηκτική χαρά να εκφράσει τις σατιρικές του διαθέσεις και τις σαρκαστικές του ηδονιστικές αποτολμήσεις.
«Ολοκληρώνει» τη συγγραφική του παρουσία με το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα «Το 10», όπου το πολυπρόσωπο μυθιστορηματικό υπόβαθρο και η καθαρή ματιά του αφήνουν ένα υπόδειγμα εξαιρετικής γραφής με ψυχαναλυτικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Η περιγραφή των αστικών προσώπων, είτε αυτά ρέπουν προς τη φτώχεια και την ανέχεια είτε προς την κοινωνική καταξίωση, είναι μοναδικά δοσμένα, ώστε παραμένουν μέχρι και σήμερα αξεπέραστα.
Σε μια γενική αποτίμηση, ο Καραγάτσης κατόρθωσε, πιστεύουμε, να εκφράσει αυτό που έβλεπε και αυτό που βίωνε από μία έντονα υποκειμενική σκοπιά. Πράγματι, δεν απέφυγε τις εμμονές, όμως περιέγραψε καλύτερα από όλους το ψυχολογικό βάθος της ανθρώπινης παρουσίας. Κατηγορήθηκε για προχειρολογία και απλοϊκή γραφή, όμως- κατά την ταπεινή μας άποψη- η συνέχεια και η συνέπεια του έργου του περικλείει και αμβλύνει ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω. Δηλαδή το γεγονός ότι ο Καραγάτσης παραμένει διαχρονικός και διαβάζεται απνευστί αποδεικνύει ότι ο τρόπος της γραφής του έχει μία συνολικότητα και μία σαγήνη, που καταδεικνύει την αυθεντικότητα των χαρακτήρων του και της γραφής του εν γένει.
Η γλώσσα του, αν σε κάποιους φαινόταν ατημέλητη και πρόχειρη, παραμένει ο μοναδικός τρόπος έκφρασής του και μία ιδιόλεκτος που αντανακλά την γνήσια παρουσία του.
Καταλήγοντας, αυτό που απομένει στον αναγνώστη είναι η προκλητική εκδοχή μιας αστικής ζωής που έχει μπολιαστεί με παράφορο ερωτισμό. Η ευφάνταστη πραγματικότητα του Καραγάτση μαγεύει και συνεπαίρνει σ’ έναν αλλόκοτο κόσμο, με οργιαστικές παραδοχές, που άλλοτε καταλήγει να είναι βίαιος και επαναστατικός, άλλοτε απεγνωσμένος και καταθλιπτικός, αλλά πάντοτε τραγικός. Ο χώρος, ο χρόνος, οι λέξεις και η ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα κείμενά του είναι βαθύτατα ελληνικά, όμως συνάμα και οικουμενικά, καθώς τα συναισθήματα και τα ψυχογραφικά δεδομένα των ηρώων παραμένουν ακραιφνώς ανθρώπινα. Η αφήγησή του, άλλοτε αποστασιοποιημένη και άλλοτε προσωπική, επιτονίζει τη διαχρονικότητα και το μεγαλείο των μυθιστορημάτων του. Ο τόνος και το ύφος του, αυστηρά προσωπικό, με έντονη τη ναρκισσιστική διάθεση των χαρακτήρων του, κατορθώνει να συγκινεί το πολυπληθές και ετερόκλητο αναγνωστικό κοινό και να τον κατατάσσει, εκατό χρόνια μετά τη γεννησή του, στους πλέον ευπώλητους Έλληνες συγγραφείς.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Καραγάτσης, Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, επιμέλεια Δ. Αγγελής, εκδόσεις ΕΚΕΒΙ, Αθήνα 2008.
Μαρίνα Καργάτση, Το Ευχαριστημένο ή οι Δικοί μου Άνθρωποι, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2008.
Νένα Κοκκινάκη, Μ. Καραγάτσης, ο συγγραφέας και τα λογοτεχνικά προσωπεία, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2004.
Νέα Εστία, τεύχος 823, 15 Οκτωβρίου 1961, εκδόσεις Εστία, Αθήνα.
Νέα Εστία, τεύχος 1536, 1 Ιουλίου 1991, εκδόσεις Εστία, Αθήνα.
Νέα Εστία, τεύχος 1729, Δεκέμβριος 2000, εκδόσεις Εστία, Αθήνα.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
Μ. Καραγάτση, Το 10, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003.
Μ. Καραγάτση, Ο Κοτζάμπασης του καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2000.
Μ. Καραγάτση, Σέργιος και Βάκχος, α και β τόμοι, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2000.
Μ. Καραγάτση, Ο μεγάλος ύπνος, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2002.
Μ Καραγάτση, Η μεγάλη Χίμαιρα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2003.
Μ. Καραγάτση, Γιούγκερμαν, α και β τόμοι, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2007.
Μ. Καραγάτση, Ο κίτρινος φάκελος, α και β τόμοι, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2008.

Gabriel Garcia Μarquez


ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ GABRIEL GARCIA MARQUEZ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ “XΡΟΝΙΚΟΝ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ”


Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου

Ο συγγραφέας μαθαίνει για ένα φονικό που λαμβάνει χώρα στην ύπαιθρο της Κολομβίας, από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Αυτό θα αποτελέσει το πρωτογενές υλικό, που μετά από πολλά χρόνια θα αξιοποιήσει, για να δημιουργήσει τη νουβέλα του «Χρονικού».
Η ιστορία ξεκινά με τη δήλωση ότι ο Σαντιάγο Νασάρ θα θανατωθεί. Αυτό πραγματώνεται από δύο αδέρφια, δίδυμα, τους Πέδρο και Πάμπλο Βικάριο. Με αυτό τον τρόπο ξεπλένουν την προσβεβλημένη τιμή της αδερφής τους, Άγχελα Βικάριο. Η κοπέλα παντρεύεται τον Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν, αλλά δεν είναι παρθένα. Ο σύζυγός της την επιστρέφει στους δικούς της. Τα αδέλφια της αναλαμβάνουν να δολοφονήσουν τον υπαίτιο που τους υποδεικνύει η Άγχελα.
Οι χαρακτήρες της ιστορίας εκπροσωπούν τα αρχετυπικά μοτίβα της επαρχιακής κοινωνικής ζωής. Ο Μαρκές υποσκάπτοντας τους ίδιους τους ήρωές του, τους εμπλέκει στα γρανάζια της μοίρας και των νατουραλιστικών διαθέσεών του. Δημιουργεί ένα δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ του πραγματικού και του αλλόκοτου, εκφράζοντας έτσι με τυπικό τρόπο τον Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό και το Σουρεαλισμό ταυτοχρόνως.
Ο Σαντιάγο Νασάρ, ένας πληθωρικός άνδρας, που είναι ικανός για όλα, αφήνεται έρμαιο του θανάτου, χωρίς να το συνειδητοποιεί και επομένως χωρίς να αντιδρά για να το αποφύγει. Ενώ μαθαίνει ότι πρόκειται να δολοφονηθεί, ενεργώντας κάτω από τη σύγχυση ενός αθώου παρά ενός ενόχου πορεύεται προς το αναπόφευκτο τέλος. Αθώος ή ένοχος; Αδιευκρίνιστο. Όπως ασαφή είναι τα όρια της γνώσης μας για τη ζωή και τα έργα του ήρωα αυτού. Η ομιχλώδης εικόνα του προσφέρει στο Μαρκές την ευχέρεια να λειτουργεί αφαιρετικά και να αφήνει τα κατάλληλα περιθώρια στον αναγνώστη.
Η Άγχελα Βικάριο, μια μικροαστή κοπέλα, προσπαθεί να ξεπεράσει τον κοινωνικό ιστό που την εγκλωβίζει και να κάνει την επανάστασή της. Είναι όμως ικανή; Μάλλον όχι. Υποταγμένη στη μητέρα της και μετά στο σύζυγό της, είναι το σαφές δείγμα μια συμβιβασμένης ηθικά, όχι όμως και ουσιαστικά, στα κοινωνικά επιβεβλημένα, παρουσίας.
Τα αδέλφια της, Πάμπλο και Πέδρο, είναι οι θερμόαιμοι χαρακτήρες που γίνονται εκτελεστικά όργανα. Η εντολή της μάνας και του κοινωνικού περίγυρου, όπως αυτά έχουν παγιώσει αντιλήψεις και επιλογές, είναι μονόδρομος γι’ αυτούς. Ενώ οι ίδιοι δεν επιθυμούν κατά βάθος να δολοφονήσουν το Σαντιάγο Νασάρ, γι’ αυτό και προσπαθούν να τον προειδοποιήσουν, όμως δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν εν τέλει από το «πρέπον» .
Ο σύζυγος Μαγιάρδο Σαν Ρομάν, μεγαλοαστός και γοητευτικός, αποτελεί το μοτίβο του επιθυμητού άνδρα. Όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει την κυριαρχία των παραδόσεων και τις επιταγές της ηθικής τάξης, που τον έχουν εμποτίσει. Η μοναδική επιλογή που του απομένει, σύμφωνα με τα πρότυπά του, είναι η αποπομπή της συζύγου του, που τον προσέβαλε και δεν υποτάχθηκε πλήρως.
Όλη αυτή την ιστορία διηγείται ένας δημοσιογράφος (πιθανότατα ο ίδιος ο συγγραφέας). Η περιγραφή των γεγονότων είναι μη γραμμική. Ενώ ξεκινά με το πρωινό της ημέρας του θανάτου, οι αλλεπάλληλες παρεκβάσεις και οι εγκιβωτισμοί στρέφουν την ιστορία στα λογοτεχνικά μονοπάτια του σουρεαλισμού. Η ορθολογιστική σκέψη του αποστασιοποιημένου αφηγητή και το ενίοτε δημοσιογραφικό ύφος δίνουν την ψευδαίσθηση της αστυνομικής νουβέλας. Όμως τα εξωλογικά στοιχεία, όπως τα ασυνείδητα όνειρα ή οι μεταφυσικές συμπτώσεις, αναιρούν το σκηνικό της λογικής και δίνουν μια άλλη διάσταση στο αφήγημα. Χαρακτηριστικές είναι οι ανολοκλήρωτες προσπάθειες όλων να ενημερώσουν τον ήρωα για το επικείμενο κακό. Όμως, ο κόσμος του μαγικού ρεαλισμού δεν επιτρέπει τέτοιους ορθολογισμούς και αφήνει τις γνωστές ασάφειές του, να οδηγήσουν στη λογοτεχνική περιπέτεια του Κολομβιανού συγγραφέα.
Έτσι, λοιπόν, το ύφος του μεταλλάσσεται και συμπυκνώνει ρεύματα και τάσεις σ’ ένα πρώιμο παιχνίδι μεταμοντέρνου μοτίβου. Η κυκλική έκθεση των γεγονότων θέλει να επιτονίσει τη σφαιρικότητα με την οποία εξετάζει ο συγγραφέας τα τεκταινόμενα, πράγμα στο οποίο συμβάλλει και η παράθεση των εκδοχών που οι μάρτυρες εκφράζουν.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, κάτω από το λογοτεχνικό ένδυμα διακρίνουμε μια λεπτή ειρωνεία για τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία και μια επαναστατική τάση προς καθετί κοινωνικά ή πολιτικά επιβεβλημένο. Η απάθεια που χαρακτηρίζει τους ιθύνοντες για όσα πρόκειται να συμβούν, η ψυχρή και παράλογη σκέψη τους απέναντι στην επερχόμενη αιματοχυσία, είναι στοιχεία που ενοχλούν το συγγραφέα και βρίσκει την ειρωνεία ως τρόπο να τα καταδείξει. Επιπλέον, η επαναστατική διάθεση του συγγραφέα προκύπτει μέσα από τις συναισθηματικές εξάρσεις και τις λυρικές παρεκβάσεις, που συνθέτουν το μαγικό ρεαλισμό. Με την καινοτόμο και επινοητική λογοτεχνία του, ο Μαρκές δημιούργησε μια σχολή και έδωσε την απαιτούμενη ώθηση στα λατινοαμερικανικά γράμματα.
Ο ίδιος ο Μαρκές, ψυχαναλύοντας τους χαρακτήρες των ηρώων του, διευκρινίζει ότι η αρχαιοελληνική τάση που εμφανίζουν είναι εσκεμμένη. Αγαπημένος του Έλληνας συγγραφέας παραμένει ο Σοφοκλής και εξαίρετο «αστυνομικό μυθιστόρημα» ο Οιδίπους Τύραννος. Η μοίρα καθορίζει τα πάντα. Είναι πάνω από θεούς και ανθρώπους. Όσοι γνωρίζουν ότι ο ήρωας θα δολοφονηθεί προσπαθούν να τον προειδοποιήσουν, όχι βεβαίως με σαφή τρόπο, αλλά υπαινικτικά ή αναποτελεσματικά, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η οικονομία του έργου. Ο ήρωας, όταν γίνεται γνώστης των καταστάσεων που θα λάβουν χώρα δεν πράττει τίποτε για να αποτρέψει τα γεγονότα. Ακολουθεί το πεπρωμένο. Οι αναγνώστες - θεατές γνωρίζουν εξαρχής τα πάντα ως προς την κατάληξη, όμως ακολουθούν τον ήρωα στα παθήματά του, αγωνιούν μαζί του για να λυτρωθούν με την επιβεβλημένη κάθαρση. Δίχως άλλο, λοιπόν, το αρχαιοελληνικό πρότυπο καθοδηγεί, έστω και υποσυνείδητα, τη γραφή του Μαρκές, μεταλαμπαδεύοντας έτσι διαχρονικές πολιτιστικές αξίες και συνδέοντας στο σχηματικό γίγνεσθαι παραδόσεις, μυθοπλασίες και ηθικούς νόμους από διαφορετικούς πολιτισμούς. Μέσα στο έργο του συμπυκνώνονται αρχαιοελληνική μοίρα, μεξικανική ατμόσφαιρα, κολομβιανή μυθοπλασία και ιουδαιοχριστιανική ηθική τάξη.
Στην αναδρομική παράθεση των γεγονότων, η δολοφονία αναμφισβήτητα έχει τον κύριο λόγο. Όμως όλες οι παρεκβάσεις και οι άσχετες λεπτομέρειες συνθέτουν ένα πολυσυλλεκτικό σκηνικό και τονίζουν τους αυθαίρετους τρόπους που το μυαλό επιλέγει να θυμάται. Η μνήμη, η πραγματικότητα και ο συμβολισμός συγχέονται και δημιουργούν μια θαυμαστή πραγματικότητα. Η ενσωμάτωση φανταστικών ή μυθικών στοιχείων στη ρεαλιστική μυθιστοριογραφία προκαλεί τις απαιτούμενες αντιδράσεις για ένα αφηγηματικό παιχνίδι που κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη μέχρι το τέλος.
Καταλήγοντας, ας σημειώσουμε ότι η μεγαλειώδης γραφή του Μαρκές συνδυάζει λογοτεχνικά ρεύματα και τάσεις που της προσδίδουν μοναδικότητα και πρωτοτυπία. Μπορεί και ενσωματώνει στα μυθιστορήματά του στοιχεία υπερρεαλιστικά και μεταφυσικά, αντανακλώντας το λογοτεχνικό υπόβαθρο της λατινικής Αμερικής με την ορθολογιστική γλώσσα της ευρωπαικής γραμματείας. Στα μυθιστορήματά του συμπράττουν η ψυχανάλυση με την κοινωνική επανάσταση, η αστυνομική ιστορία με το πολιτικό μυθιστόρημα, ο σαρκασμός με το παραμύθι. Έτσι, γίνεται ο πρωτοπόρος συγγραφέας, που συνενώνει την παραδοσιακή γραφή με το μεταμοντέρνο εγκιβωτισμό. Για όλα αυτά το έργο του Νομπελίστα Κολομβιανού συγγραφέα διαθέτει διαχρονικότητα και αφήνει ανεξίτηλη την παρουσία του.








Βιβλιογραφία
Gabriel Garcia Marquez, Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1982.
Σαλντβάρ Ντασό, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, το ταξίδι στην πηγή. Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2002.
Dagmar Ploetz, Μαρκές. Εκδοσεις Πλέθρον, Αθήνα 1994.
Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, Ο μύθος και οι μύθοι στο έργο του Garcia Marquez, περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 32, σελίδες 119- 133. Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2006.
Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 223, αφιέρωμα στον Μαρκές, Οκτώβριος 1989.
Νίκος Καββαδίας, Τυχαίο και ευρωπαϊκός ορθολογισμός, περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 63, σελίδες 63- 69, Κέρκυρα, Οκτώβριος 1992.

Belle Epoque


Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΠΕΛ ΕΠΟΚ ΚΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου





Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται χρονικά από το 1880 έως και το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Μετά το 1910, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια ασταθή πολιτικά και κοινωνικά εποχή.
Η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα η Αθήνα, παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αφουγκράζεται τα γεγονότα και κατευθύνεται από τις επιταγές κυρίως της παρισινής τάσης. Βεβαίως, η τριακονταετία αυτή, για την Ελλάδα, δεν έχει ιδιαίτερες πολιτικές και στρατιωτικές ζυμώσεις. Αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο του 1897 που σκορπά την απογοήτευση στα πλήθη, η ατμόσφαιρα στην αστική τάξη των Αθηνών είναι μάλλον εορταστική. Η Αθήνα, με τους 167.000 κατοίκους, είναι πλέον μια μεγαλούπολη που γίνεται ο άμεσος αποδέκτης του ευρωπαϊκού κλίματος, αλλά ταυτόχρονα στέκεται ισάξια, ως ανταγωνίστρια των ευρωπαϊκών πόλεων. Οικοδομείται, ηλεκτροφωτίζεται, ρυμοτομείται και ασφαλτοστρώνεται. Περνά σιγά-σιγά από την αγροτική στην αστική φάση. Έρχονται τα πρώτα αυτοκίνητα, χτίζονται σπουδαία νεοκλασικά κτίρια, όπως η Ακαδημία Αθηνών και η Εθνική Τράπεζα. Η μεγαλύτερη, βέβαια, ευκαιρία για την ανάπτυξη της πόλης είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Οι υπερπροσπάθειες σε όλους τους τομείς να εξευρωπαϊστεί το νεοπαγές κράτος και να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς τους επισκέπτες του είναι εμφανείς.
Οι κάτοικοι της πόλης διακατέχονται κυρίως από αισθήματα ρομαντισμού, νοσταλγίας και ερωτισμού. Αρέσκονται να περπατούν στις λεωφόρους, να συναντούν γνωστούς τους, να απολαμβάνουν τα ηλιοβασιλέματα στο Ζάππειο, να τραγουδούν κάτω από τις αυλές των σπιτιών, να διοργανώνουν χορούς, να διασκεδάζουν με κάθε τρόπο. Χωρίς να αποτελεί κακέκτυπη μίμηση, η αστική Αθήνα μοιάζει σαν μια μικρογραφία του Παρισιού.
Η άλλη όψη, βέβαια, υπάρχει και πάντοτε θα υπάρχει. Η επαρχία είναι κλεισμένη στο μικρόκοσμο της αγροτικής υπαίθρου. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι εντελώς ξένες προς αυτές που περιγράψαμε. Όμως και η ίδια η Αθήνα, λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο, παρουσιάζει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Χαμόσπιτα σε φτωχογειτονιές, λασπόδρομοι και άθλιες συνθήκες διαβίωσης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ροΐδης «αθηναϊκά κοπροχώρια», κλείνουν μέσα τους κουτσαβάκηδες, πένητες, αλλά και υπόκοσμο, λωποδύτες και παρανόμους. Έτσι, ταυτόχρονα συνυπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που γνωρίζει η καθεμία τη θέση της, αλλά και δεν την εμποδίζει τίποτα στο να διασκεδάζει και να γεύεται τις χαρές της ζωής και του έρωτα.
Οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων φιλοξενούν άρθρα και κείμενα λογοτεχνών, χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής. Τα κείμενα αυτά, τόσο ποιητικά, όσο και πεζά, αναπαράγουν την καθημερινότητα. Το γλωσσικό τοπίο στο οποίο βαδίζουν συντίθεται και από την καθαρεύουσα και από τη δημοτική, καθώς βρισκόμαστε στο μεταίχμιο των αλλαγών. Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα και επιμειξία δημιουργούν μια εικόνα κειμένων που κάποιες φορές προκαλούν με το στόμφο τους και ξενίζουν με την ορθογραφική τους επιλογή. Υπάρχουν διάφορες σχολές και ρεύματα, που εκπροσωπούνται επάξια την εποχή αυτή, όμως εμάς θα μας απασχολήσουν τα κείμενα που καταγράφουν το κλίμα και το πνεύμα της Μπελ Επόκ. Σε συνδρομή προς τα ελληνικά πονήματα, προστίθενται και όσα μεταφράζονται από τη Γαλλία, κυρίως, για να εκφράσουν εντονότερα το κίνημα αυτό. Κείμενα όπως η Νανά του Ζολά, εμποτισμένα από το Νατουραλισμό που διακατέχει τα ευρωπαϊκά γράμματα της εποχής, διαχέουν απλόχερα την έμπνευσή τους στην νεοελληνική πεζογραφία. Ο Πλάτων Ροδοκανάκης ένας από τους κυριότερους εκφραστές του αισθητισμού μάς μυεί στη γλώσσα και το ύφος της «Ωραίας Εποχής» γεμάτης ερωτισμό και λυρικότητα:


Το βυσσινί τριαντάφυλλο

Ξημέρωμα…

Ω βραδιά αλησμόνητη! Κάθε αστέρι σου και μια καινούργια νότα των ερωτικών μου τραγουδιώνε, κάθε αχτίδα του φεγγαριού σου και ένα μαγεμένο δάχτυλο επάνω στης ψυχής μου τις χορδές. Ήτανε η βασίλισσα μεσ’ στις κερένιες ομορφιές των κοριτσιών. Με τι χάρη το χαμόγελό της μοιραζότανε σα νέκταρ στις ματιές που το ρουφούσαν με ηδονισμό. Και ο χορός της; Όπως η πεταλούδα φέρνεται επάνω από τους ανθούς, έτσι στο γλυστερό παρκέτο εβαλσάριζε μαζύ μου, σαν αυτοκρατόρισσα που τρέμει μη της πέση το διάδημα. Έπειτα βγήκαμε στον κήπο κάτω από τις πορτοκαλιές χρωματισμένες με ενετικούς φανούς, και χωρίς να το θέμε περιπλανηθήκαμε σε μαύρες, έρημες γωνιές. Στο στόμα μου γυρμένη, άνοιξε τη φιλντισένια της βεντάγια, έτσι για να μη μας βλέπουν οι σκιές… την ίδιαν ώρα που της νύχτας η ιέρεια τους πέπλους της τους άσπρους σέρνοντας, ακούμπαγε στην κόχη του βουνού ένα μεγάλο κάτοπτρο από πυρακτωμένο μέταλλο, κ’ έπλεκε τις χαλκές πλεξίδες της πριν πέση στου ωκεανού την αγκαλιά να κοιμηθή.




O δημοσιογραφικός λόγος, χρονογραφήματα, ευθυμογραφήματα, καθώς και μυθιστορίες σε συνέχειες των εφημερίδων γίνεται ο εύκολος τρόπος, ώστε οι πολίτες να γευτούν τα νοσταλγικά πάθη και το ρομαντισμό που αποπνέουν τα γαλλικά πρότυπα. Η Αθήνα αναπαράγει μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή τον πλούσιο συναισθηματικά βίο της, με στοιχεία υπερβολής και εξιδανίκευσης , χωρίς βεβαίως να συνοδεύεται απαραιτήτως και από αξία διαχρονική.
Ο Μπάμπης Άννινος, δημοσιογράφος και λογοτέχνης της περιόδου, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Αθήνα μου, Αθήνα ξακουσμένη,
που είσαι πρώτη στον κόσμο πολιτεία,
Αθήνα, που σε χαίρονται οι ξένοι,
κι όχι οι ντόπιοι, που παν’ στην Ελβετία.
Στους δρόμους πουθενά δεν βλέπω ρύπους,
ολούθε βασιλεύει η αρμονία,
μυρίζουνε τα ρόδα εις τους κήπους
και οι αρβύλες εις τα καφενεία…
Στην εξοχή δεν φαίνεται ρουθούνι,
Στην Αλυσίδα πέσανε τα φόντα!
Να και στο Φάληρο ένα μπαρμπούνι,
γραμμένο εις την λίστα τρεις κι ογδόντα!

Σε ένα άλλο ευθυμογράφημα βρίσκει την ευκαιρία να διαπιστώσει την εξέλιξη των συγκοινωνιακών μέσων και ιδιαιτέρως του τραμ, που πλέον δεν το σέρνει το συμπαθές τετράποδο, αλλά ο ηλεκτρισμός:

Βεβαίως είνε ευγενές το αίσθημα της προστασίας των ζώων, το υπαγορεύσαν την σύστασιν κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους διαφόρων φιλοζωικών εταιρειών εις τας πεπολιτισμένας χώρας και την ίδρυσιν προσέτι ειδικών ασύλων δια τα πάσχοντα ή γεγηρακότα κτήνη, ένθα φευ! δεν ηδυνήθησαν να εύρουν περίθαλψιν αι ταλαιπωρημέναι και κατεσκληκυίαι αγέλαι των αοιδίμων αλόγων του ιδικού μας τροχιοδρόμου, αι ευρούσαι την ανάπαυσιν μόνον χάρις εις τον ηλεκτρισμόν…

Οι Αθηναίοι, όπως προαναφέραμε, έβρισκαν μεγάλη ευχαρίστηση στους περιπάτους και στις κοσμικές συναντήσεις. Ολόκληρη η πόλη αναδύει λυρισμό και συνεπαίρνει τον Παύλο Νιρβάνα στο ποίημά του:





Αττική
Δε σε σκεπάζει, ω Αττική, βαριά χλαμύδα εσένα,
το δάσος το βαθύσκιωτο. Γυμνά τα θεία σου μέλη,
μαστοί, λαγόνες, γλαφυρές, σφυρά, κάλλη γραμμένα.
Και στάζει από τα χείλη σου του Υμηττού το μέλι.
(Εκλεκταί Σελίδες)

Παράλληλα, ο Νικόλαος Σπανδωνής, δημοσιογράφος, πρωτοπόρος, με ποικίλη δράση, στο τρίτομο έργο του με τίτλο Η Αθήνα μας παρουσιάζει χαρακτηριστικά το προφίλ της καινούριας πόλης που μεταμορφώνεται, αναφορικά με την παρουσία και το ήθος της, σε μια ευρωπαϊκή:

Η μεσημβρία επλησίαζε και ο ήλιος κατακορύφως ρίπτων τας ακτίνας του κατεπυρπόλει την προ του Πανεπιστημίου πλατείαν και τη ευρείαν λεωφόρον. Το λευκόν και καταυγάζον φως αυτού προσέδιδεν εις τα φωτιζόμενα αντικείμενα όψιν όλως παράδοξον, ήτις εις τα όμματα του νεοφερμένου εφαίνετο όλως φανταστική. Επί του λευκού, ως πεπυρακτωμένος σίδηρος ουρανού διεγράφοντο εις φανταστικώς αμαυρά σχήματα αι πάγκαλοι γραμμαί του Πανεπιστημίου. Οι αποχρύσωθέντες εκ του καιρού ιππόγρυφοι των ακρωτηρίων αυτού παρίσταντο μεγεθυνόμενοι, λαμβάνοντες στάσιν προς πτήσιν προ των εκθαμβωθέντων οφθαλμών του νέου μας, ενώ η δεξιόθεν οικοδομουμένη έτι Ακαδημία με τους μαραμαρίνους τοίχους της και τους παρθένους έτι σωρούς των μαραμάρων της εφαίνετο, ως μεγάλη και ατελεύτητος εστία φωτός προχεομένη εκ γιγαντώδους χοάνης. Η λεωφόρος, πλατεία, ατελεύτητος, λευκή γραμμή, και μόνη ίσως μικρά των οφθαλμών του ανάπαυλα συνήντα το κομψόν πευκόφυτον αλσύλιον του μνημείου των Ιερολοχιτών.

Η εύθυμη και ενθουσιαστική πλευρά της ζωής μεταδίδεται σαν επιδημία και εκδηλώνεται με κάθε δυνατό τρόπο, καθώς όποιος αγαπά τραγουδά ως άλλος τροβαδούρος στην αγαπημένη του. Ο Ι. Πολέμης μας αναφέρει για τα νυχτερινά άσματα των δρόμων:

Το παλιό βιολί

Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ’ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη,
για να δη περήφανο τι πουλί είν’ αυτό,
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη,


ως κι ο γκιώνης, τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει, ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν’ αναστενάζη.

[…]

Ο εκδηλωθείς ερωτισμός, μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου ρομαντισμού, επιτάσσει όλη η πλάση να συγκινείται από τα αισθήματα και τα πάθη των ανθρώπων. Ο Γ. Δροσίνης, στη συλλογή του Ειδύλλια παρουσιάζει το πνεύμα αυτό, σύμφωνα πάντα με τα ήθη της εποχής:

Ο ταμπουράς
Λάλει, καημένε ταμπουρά, τραγούδια της αγάπης,
τραγούδα όλες τις όμορφες και τις χαριτωμένες,
τραγούδα τις μελαχρινές και τις μαυροματούσες,
πόχουν τα μάτια τα γλυκά, τα φρύδια τα γραμμένα,
πόχουν τον ήλιο στα μαλλιά, την άνοιξη στα χείλη,
τραγούδα τις βεργόλιγνες και τις καμαρωμένες,
πόχουν αρχόντισσας κορμί και ρήγισσας καμάρι,
τραγούδα και τις παχουλές κι’ εκείνες τις κοντούλες,
π’ όλο φουντώνουν σα μηλιές τα μήλα φορτωμένες
(…)

Οι νέοι και οι παλαιότεροι συμμετέχουν σε χοροεσπερίδες και κοσμικές εκδηλώσεις, όπως επιβάλλει η μόδα, είτε αυτό είναι ευχάριστο, είτε ανιαρό. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, με τον καυστικό του τρόπο, σατιρίζει αυτό το γεγονός στην κοινωνία της Σύρου, που δε διαφέρει παρά ελάχιστα από την αστική της Πλάκας. Στο έργο του Ψυχολογία Συριανού Συζύγου αναφέρει:

Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ’ ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήση ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκομοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ή άλλον καταστηματάρχην. Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε συμβαίνει εις την Σύρον τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας επερίμεναν εις την έξω θύραν με σημειωματάριον εις την χείρα και ανέβαινον κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν. Όταν εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας της οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την ετοιμότητα, με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά εν βλέμμα και εν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε χωρίς διαλείμματα καθ’ όλην την διάρκειαν της εσπερίδος. Μόνον δι’ εμέ δεν επερίσσευε τίποτα, αν και την έφεραν δύο ή τρεις φοράς πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού. Μη έχων διάθεσιν να χορεύω και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην είς τον τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, της οποίας με ήρεσκεν πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον κάλλος, αλλ’ η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής αξιώσεως και φιλαρεσκείας. Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις συνέβαινε να εύρη χορευτήν…

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, πέρα από την αστική τάξη, που διαμορφώνεται κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, υπάρχει και ο κόσμος των λαϊκότερων στρωμάτων, που επιθυμεί να παρεμβαίνει στα δρώμενα. Ένα χρονικό της εποχής μας πληροφορεί ότι ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, η Αστυνομία ήθελε να επιβάλλει «την τάξιν» και δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά η παρότρυνση «προς την φιλοτιμίαν». Έτσι, σε συμβούλιο αστυνόμων και ληστών συμφωνήθηκε, με ευθύνη των δεύτερων, να μην κλαπεί ούτε μαντήλι, ώστε να περιφρουρηθεί η ελληνική αξιοπρέπεια, έναντι των Ευρωπαίων επισκεπτών της.
Οι κουτσαβάκηδες, όμως, οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες, καθώς και ο υπόκοσμος, είχαν κι αυτοί ανάγκη στη διασκέδαση, στη μέθεξη της χαράς και της άμβλυνσης της σκληρής πραγματικότητας. Ο Ι. Καμπούρογλου παροτρύνει και νουθετεί στο Επικούρειον :

Επικούρειον

Χαρητε, φίλοι, τη ζωή, πριν η ζωή σας σβήσει,
χορεύοντας πατήσετε τη γη, πριν σας πατήση…
Μη λέγετε τι θα γινώ, αχ, αύριο, αχ, πότε,
αχ, ύστερα, αχ, διατί, αχ, πώς, αχ έως πότε!
Γερό κορμί, καλή καρδιά, φέρνουν χαρά και νιάτα,
όχι πιρούνια ολόχρυσα, και ασημένια πιάτα!...
Ρουφάτε όσο έχετε χείλια που να ρουφούνε,
τρώγετε όσο έχετε δόντια που να μασούνε…
Δεν έγινε ο άνθρωπος, θαρρώ, μόνο για να ‘χη
Κόψιμο, πονοκέφαλο, πονόδοντο, συνάχι!

Αλλά και ο Μ. Μητσάκης καταγράφει την άλλη πλευρά της Αθήνας που δεν γλεντά σε χορούς και δεξιώσεις σαλονιών, αλλά διασκεδάζει αυτοσχέδια στους χωματόδρομους και τις φτωχογειτονιές του Ψυρρή:

Θεάματα του Ψυρρή

Εκ του στενού ως τουρκικής πόλεως δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. […] Άμαξαι ή κάρρα, παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέροθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν δια ν’ αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι, οδηγούν αργά- αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαββαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κ’ εποχείται, με τα μακρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι, μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες.

Όπως κάθε κοινωνία διαχρονικά, έτσι και η αθηναϊκή της Μπελ Επόκ εξέφρασε τα πάθη της, τη δημιουργικότητά της, εντέλει τη μαγεία της. Όλα αυτά μεταλαμπαδεύτηκαν στους νεότερους, μέσα από τα κείμενα και τα εικαστικά της εποχής. Αναμφίβολα αποτέλεσε ένα καίριο σημείο της νεότερης πολιτιστικής ιστορίας, γιατί συνδύασε τον ιδεαλισμό με τον ερωτισμό. Απελευθέρωσε την τέχνη από τα αυστηρά μοτίβα που επέβαλε ο 19ος αιώνας και άνοιξε το δρόμο για τα κινήματα του 20ού.
Ο ρομαντισμός που ενέπνευσε τη Μπελ Επόκ καλλιεργήθηκε μέσα από την καθημερινότητα και τη διαβίωση, γι’ αυτό και μετεξελίχθηκε σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, με έντονο, όμως, το στοιχείο του πάθους και της ατμόσφαιρας. Είχε, επομένως, ως αναμενόμενο αποτέλεσμα να γίνει η Μπελ Επόκ η κυρίαρχη έκφραση του Νατουραλισμού, τόσο σε λογοτεχνικό, όσο και σε εικαστικό επίπεδο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, υπήρξε ο πρόδρομος του Συμβολισμού και του Σουρεαλισμού, που θα κυριαρχήσουν μεσοπολεμικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Α΄ παγκόσμιος Πόλεμος θα σημάνει το τέλος της εποχής αυτής οριστικά, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την Ελλάδα. Ο πολύπαθος 20ός αιώνας έχει εισβάλει δυναμικά στις ψυχές των ανθρώπων μεταμορφώνοντας μάλλον βίαια το σκηνικό και αλλάζοντας άρδην τα λογοτεχνικά και εικαστικά δεδομένα.










ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Καιροφύλας, Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδόσεις Ίρις, Αθήνα 2001.
Γ. Σπανδωνής, Στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδόσεις Informecanica, Αθήνα 2007.
Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1987.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμοι Ε, ΣΤ, Ζ, ΙΑ εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996.
Μ. Μερακλής, Η ελληνική ποίηση, τόμος Β, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1983.

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...