
ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2010
Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου
Ανακαλύπτοντας μια διαφορετική, ίσως λιγότερο γνωστή στο ευρύτερο κοινό, εικόνα του Κούντερα, αυτή του δοκιμιογράφου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσωπική σχέση του συγγραφέα με το κείμενο δημιουργεί μια ευφάνταστη πραγματικότητα, συνώνυμη της μυθοπλαστικής του ικανότητας. Πραγματικά, ο αναγνώστης, μέσα από έναν πλούσιο και μεστό λόγο, έρχεται σε επαφή με ένα ταξίδι στον κόσμο των τεχνών. Η αισθητική του Κούντερα είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ιδιοσυγκρασίας και του βαθύτερου στοχασμού του. Γι’ αυτό εξάλλου καταπιάνεται σε αυτό τον τόμο με θέματα που τον αγγίζουν και τον εμπνέουν, όπως είναι η μουσική, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική και αναπόφευκτα η ποίηση και η πεζογραφία. Οι στοχασμοί του, ενσωματώνουν τη βαθιά κουλτούρα του, ενώ αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τα γραπτά του είτε συγγράφει κάποιο μυθιστόρημα, όπως έχουμε όλοι γευτεί, είτε μιλά για κάποιο αγαπημένο του θέμα, όπως εκείνος μοναδικά γνωρίζει.
Άλλωστε, η παιδεία του Κούντερα δεν εξαντλείται σε μία αδιάφορη παράθεση σκέψεων ή κριτικών, αλλά παραμένει μία ζωογόνος αφομοίωση των συγχρωτίσεών του με ένα ευρύ φάσμα διανόησης που μεσουράνησε τον αιώνα που μας πέρασε. Ο δυτικός κόσμος πραγματικά παρελαύνει με μία αδιόρατη λατρεία από το μυαλό του και μεταλαμπαδεύεται στους αναγνώστες του, ως ένα απλό και καθημερινό τετ-α-τετ. Επομένως, η συλλογή τόσο ετερόκλιτων δοκιμίων σε αυτόν τον τόμο δεν έχει αφετηρία μία θεωρητική προσέγγιση- άλλωστε δεν είναι κριτικός ο Κούντερα- αλλά ουσιαστικά συμπυκνώνει την αγάπη του για τις μορφές της τέχνης, τα βιώματά του από τις φιλίες και τις συζητήσεις του με όσους τον ενέπνευσαν και του προσέφεραν εφαλτήρια γραφής. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η υποκειμενική χροιά που κρύβουν αυτά τα δοκίμια δεν αποτελεί τροχοπέδη, αλλά αντιθέτως προσδίδει έναν προσωπικό χαρακτήρα στην εμβάθυνσή του, ή καλύτερα ακόμα, θα τονίζαμε ότι οι σκέψεις του αποκτούν ταυτότητα και ουσία. Με λιτές και απέριττες προσεγγίσεις, κατορθώνει να συγκεράσει τη διανόηση της Ευρώπης με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Εάν ο θεματικός πυρήνας δεν είναι και τόσο εμφανής, ωστόσο ενυπάρχει και είναι, όπως προαναφέρθηκε, η αγάπη του συγγραφέα για την τέχνη. Αλλά, βέβαια, πάντοτε υπάρχει και ο γενέθλιος τόπος που σημάδεψε τον εξόριστο διανοητή, να διατρέχει τα κείμενά του και να αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια του, είτε ως σκέψη, είτε ως νοσταλγία. Η δική του Πράγα, αναδύεται πάντοτε και πανταχού παρούσα, καθώς εξομολογείται τα χρόνια που πέρασαν.
Ενδεικτικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποιες θεματικές ενότητες με τις οποίες καταπιάνεται ο Κούντερα, ώστε να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται τη σκέψη του και αποκαλύπτει τις ιδέες του.
Στο λόγο του για τον Μπέικον, αυτό που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης είναι μια νεωτεριστική άποψη, όπου ο Μπέκετ, ο Πικάσο και ο εν λόγω ζωγράφος αλληλοσυμπληρώνουν μια εντελώς διαφορετική θέαση του κόσμου. Με πρωταγωνιστή, βέβαια, τον Μπέικον, ο Κούντερα επιθυμεί να διαγνώσει την παραμόρφωση της ύπαρξης και να προσδώσει στους πίνακες του εικαστικού αυτήν την περιθαύμαστη κατάπληξη που αισθανόμαστε όταν αγγίζουμε τα όρια της ζωής.
Στον Σελίν, πάλι, ο Κούντερα ανακαλύπτει έναν ψυχρά ρεαλιστή συγγραφέα. Ο κυνισμός υφέρπει στα μυθιστορήματά του, όχι ως απόηχος μιας ιδεολογικής προσέγγισης, αλλά ως ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Παρόλα αυτά, όμως, το βαθιά ανθρωπιστικό ιδεώδες του, όπως αυτό όμως ενυπάρχει στα γραπτά του και όχι στα προσωπικά του «πιστεύω», καθώς γνωρίζουμε όλοι την ιδεολογική του αφετηρία, είναι παρόν, προκειμένου να προσφέρει στον αναγνώστη ένα μνημειώδες έργο.
Από την άλλη πλευρά, όταν προσεγγίζει τη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, ο Κούντερα αποδίδει ένα σαφές προβάδισμα στον Ροθ, που γνωρίζει και γεύεται με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο την τέχνη της γραφής σε όλο της το μεγαλείο, είτε αυτή είναι περισσότερο συντηρητική, είτε είναι μοντερνιστική. Ενώνει το χθες με το σήμερα και δημιουργεί το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα της αμερικανικής πραγματικότητας. Εντύπωση, βέβαια, δημιουργεί στον Κούντερα η έλλειψη ηρώων με απογόνους, αλλά ταυτόχρονα το εξηγεί, καθώς η τέχνη υποσυνείδητα ή ενσυνείδητα απεχθάνεται το μετά, θέλει να σφραγίζει τις πόρτες του αύριο και να ολοκληρώνει μέσα σε μία μονοπρόσωπη διάσταση το γίγνεσθαι της πλοκής. Με άλλα λόγια, οι ήρωες δεν τεκνοποιούν γιατί εξ ορισμού αποτελούν την αρχή και το τέλος της ιστορίας.
Κάπου εκεί ανάμεσα, ταξιδεύει μέχρι την Πράγα για να αποτίσει φόρο τιμής σε δύο ποιητές της, την Βέρα Λινχάρτοβα και τον Όσκαρ Μιλόζ, που κατά τον Κούντερα υπήρξαν ποιητές με δράση και ουσία, αλλά δεν αναγνωρίστηκαν από τους σύγχρονούς τους κριτικούς.
Ο διάλογος της τέχνης συνεχίζει την πορεία του με τη μουσική του Μπετόβεν, όπου ο Κούντερα ανακαλύπτει το όνειρο μιας καθολικής κληρονομιάς. Ενώ, αντίθετα, ο Ιάννης Ξενάκης αποτελεί γι’ αυτόν την άρνηση και το αντιθετικό πνεύμα που συμπληρώνει τον μουσικό κόσμο του.
Ταξιδεύοντας, παράλληλα, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, με μια απαράμιλλη φαντασία, ο κόσμος των υπερρεαλιστών βρίσκει έναν άξιο υποστηρικτή στην κινηματογραφική τέχνη του Φελλίνι. Με ονειροπόλο βλέμμα και ενάργεια, αποκαλύπτει το σύγχρονο κόσμο και δίνει μια άλλη διάσταση της «φωτογραφίας εν κινήσει». Ο Κούντερα τονίζει ιδιαίτερα την αξία του Φελλίνι, γιατί φαίνεται να εμπνέεται από τα έργα του και να αντιλαμβάνεται με την ίδια οπτική γωνία τους ήρωές του.
Εν τέλει ο Κούντερα, μέσα από έναν αλλοτινό κόσμο, και λόγω ηλικίας και λόγω ιδιοσυγκρασίας, επικοινωνεί με τους αναγνώστες του όχι τόσο για να κομίσει νέες ιδέες ή καινοτόμες προσεγγίσεις, αλλά για να εναποθέσει την κοφτερή ματιά με την οποία διακρίνει τον δυτικό πολιτισμό. Δεν μπορούμε να επιζητούμε από τον Κούντερα νεωτερισμούς, ούτε βέβαια να τον μεμφόμαστε για συντηρητισμό, καθώς είναι διεγνωσμένη η ταυτότητα και ο τρόπος σκέψης του. Αυτό που θα πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι με έναν εξαιρετικό τρόπο και άρα λογοτεχνικό, αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές της δυτικής κουλτούρας και καταθέτει με καθαρότητα και σαφήνεια την προσωπική του σφραγίδα. Άλλωστε ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο αβάσταχτη ελαφρότητα κρύβει το είναι μας και τι πραγματικά είμαστε.
Δε θα ήθελα επουδενί να απεμπολήσω την ευκαιρία να μιλήσω και για τον μεταφραστή του έργου. Ο Γιάννης Χάρης σηματοδοτεί για τον Κούντερα μια γλωσσική αναγέννηση για τα ελληνικά δεδομένα, όπου με τον πιο απλό και ευκρινή τρόπο κατορθώνει να καταστήσει τον Τσέχο συγγραφέα οικείο στον αναγνώστη. Θα τολμούσα να πω ότι είναι το ελληνικό alter ego του Κούντερα, αφού μπορεί και δημιουργεί κείμενα τόσο γλαφυρά, τόσο συμπαγή και τόσο έξυπνα με μια ρέουσα, άψογη γραφή, ενώ παράλληλα αξιοποιεί στο μέγιστο το οποιοδήποτε παιχνίδισμα που ο συγγραφέας προβάλλει, ώστε να γίνεται ο λόγος- είτε μυθιστορηματικός, είτε δοκιμιακός- ένα ευχάριστο και απολαυστικό ανάγνωσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου