Έπλυνε το πρόσωπό του στις βρύσες
και ξέπλυνε το στόμα του από το αίμα. Την πρώτη φορά που είχε συμβεί, είχε
τρομάξει πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Τώρα πια ένιωθε ότι ακολουθούσε μια
τυπική διαδικασία. Κούνησε τα δόντια του και είδε ότι όλα ήταν εντάξει. Μόνο
λίγο αίμα έσταζε ακόμα από τη μύτη του που πίεσε για να σταματήσει.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι για
μέσα κι ο Στάθης φόρεσε την κουκούλα να καλύψει το πρόσωπό του και πήγε στο
τελευταίο θρανίο να κάτσει. «Αν μιλήσεις, κάηκες τσογλάνι» άκουσε πάνω από το
κεφάλι του τη φωνή του Γορίλα, ενώ με μια δυνατή σπρωξιά πέταξε τον Στάθη στο
πάτωμα. Ξανασηκώθηκε ψύχραιμα και ξανακάθισε στο θρανίο του.
Σε λίγο μπήκε ο καθηγητής. Είχαν
μαθηματικά και εκείνος βιαζόταν να παραδώσει. Είχαν μείνει πίσω στην ύλη κι οι
εξισώσεις δεν αστειεύονται. Πρέπει να τα εξηγήσει στα παιδιά για να είναι
έτοιμα για το τέλος, στις εξετάσεις. Άλλωστε, ο κύριος Μαλτέζος δεν έχει να πει
και πολλά με τα 13άχρονα. Του αρκούσαν οι αντιμεταθετικές και προσεταιριστικές
ιδιότητες.
Ο Στάθης έκλαιγε βουβά, χωρίς να
βγάζει άχνα. Παρακολουθούσε το μάθημα με σκυμμένο κεφάλι, ενώ τα μάτια του
θόλωναν από τα δάκρυα που με βία προσπαθούσε να συγκρατήσει.
-Ε, εσύ εκεί πίσω με την
κουκούλα! Δεν σ’ ενδιαφέρει το μάθημα και το ‘χουμε καταλάβει από τους
ελεεινούς βαθμούς σου. (Γέλια από όλη την τάξη). Τουλάχιστον μην προσβάλεις τον
καθηγητή σου φορώντας κουκούλα. Κοίτα στον πίνακα! Τι έλεγα τώρα Βλαχόπουλε;
-…………………………
-Κατάλαβα, πάλι κάτω από τη βάση
θα πάρεις. Λοιπόν, πάμε παρακάτω.
Ο Στάθης Βλαχόπουλος ήταν μαθητής
Δευτέρας Γυμνασίου, έχοντας χάσει μια χρονιά. Κανονικά θα έπρεπε να πήγαινε
Τρίτη. Όταν ξεκινούσε το Γυμνάσιο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι γονείς του
ήταν ακόμα μαζί. Ο πατέρας του δούλευε πολλές ώρες, αλλά πάντα είχε χρόνο για
τον γιο του. Τα σαββατοκύριακα πηγαίναν βόλτες, ενώ η αγαπημένη του απόδραση
ήταν όταν πηγαίναν για Mountain Bike με τον πατέρα του. Εκεί ψηλά στα βουνά αισθανόταν σαν ένας
μικρός Θεός.
Ξαφνικά στη Δευτέρα Γυμνασίου όλα
άλλαξαν. Οι γονείς του χώρισαν. Τον πατέρα του δεν τον βλέπει σχεδόν ποτέ,
γιατί μετακόμισε. Μάλιστα, πρόσφατα έμαθε ότι συζεί με μια ασκούμενη δικηγόρο
που γνώρισε στο γραφείο του, πριν το κλείσει. Τώρα, έφυγε, πήγε σε άλλη πόλη κι
άνοιξε εκεί νέο δικηγορικό γραφείο με την ασκούμενη του, πλέον κι ερωμένη
του.
Ο Στάθης έμεινε μόνος με τη
μητέρα του. Μια μητέρα που είναι πλέον η σκιά του εαυτού της. Όλο πίνει, δεν
τρώει, δεν του μιλά και κάθεται στο σπίτι ξαπλωμένη στον καναπέ, βλέποντας
τηλεόραση. Ο Στάθης έχασε κάθε ενδιαφέρον για τα μαθήματα, ενώ κανένας πια από
τους γονείς του δεν ερχόταν στο σχολείο να μάθει για την πρόοδό του. Το ένα
διαγώνισμα μετά το άλλο ήταν σκέτη αποτυχία, ενώ οι απουσίες του είχαν χτυπήσει
κόκκινο. Εν τέλει, έμεινε και έπρεπε να επαναλάβει την τάξη.
Ο Γορίλας ήταν όνομα και πράγμα. Γιος
αστυνομικού. Λεγόταν Λάκης Γορίλας κι είχε πρόωρη ανάπτυξη, φαινόταν σαν παιδί
Λυκείου. Όλα τα παιδιά τον φοβούνταν γιατί κανένας δεν μπορούσε να τον νικήσει.
Αυτός κι η παρέα του ζητούσαν χρήματα από τους συμμαθητές τους κι όποιος δεν
τους έδινε τον πλάκωναν στα μπουνίδια. Ο Στάθης ήταν από τα μόνιμα θύματά του,
αφού δεν είχε λεφτά, αλλά και κανέναν να τον υπερασπιστεί. Είχε μείνει μόνος,
καθώς οι παλιοί συμμαθητές του τον έκαναν πέρα κι οι καινούργιοι δεν τον
ήξεραν, ούτε ήθελαν να τον μάθουν. Μόνο ο Γορίλας τον πλησίαζε κάθε τόσο για να
πάρει το χαρτζιλίκι του. Όσο δεν είχε λεφτά ο Στάθης, τόσο ξύλο έτρωγε κι
έφτυνε αίμα στις βρύσες.
Κανένα παιδί δεν τολμούσε να
μιλήσει, αλλά και κανένας καθηγητής δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με την
«τελειωμένη» περίπτωση του Στάθη. Προείχαν η ύλη και τα «νορμάλ» παιδιά.
Η δημόσια προσβολή του
μαθηματικού μέσα στην τάξη ήταν το κλαράκι που έσπασε μέσα του. Δεν υπήρχε
μέλλον γι’ αυτόν. Κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί μαζί του. Ο μόνος φίλος που του
είχε μείνει από παλιά ήταν το ποδήλατό του, που καβάλαγε μόνος του πλέον και
τράβαγε κατά τα βουνά. Αυτή ήταν η απόδρασή κι η ξεγνοιασιά του. Δεν είχε
που αλλού να πάει. Σχολείο δεν τον ήθελε κανένας, ούτε οι συμμαθητές, ούτε οι καθηγητές.
Σπίτι δεν μπορούσε να βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση τη μάνα του. Ήθελε να φύγει
μακριά. Ήθελε να πάει να βρει τον πατέρα του, αλλά κι αυτός ούτε που τον
έπαιρνε πια τηλέφωνο.
Είχε σταματήσει να ξεκουραστεί
στο ύψωμα που συνήθιζαν να κάθονται με τον πατέρα του. Είχε απίστευτη θέα με
την πόλη στα πόδια τους. Σκεφτόταν όλα τα περασμένα και του φαίνονταν τόσο
μακρινά. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Σήκωσε το δεξί του πόδι κι έδωσε
ώθηση στο πετάλ, χωρίς να σκεφτεί πολύ. Πέταξε σαν ένας μικρός Θεός.
Την επόμενη μέρα στην κηδεία ήταν
μόνο η μάνα του, οι θείες κι ο πατέρας του, που παρακολουθούσε από απόσταση. Ο
Στάθης ήταν πια μια «τελειωμένη υπόθεση».