Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Τούτον τον ξένον

 

Ξεριζώνω τούτον τον τόπο. Αλλότριος σε οικείο μέρος.

Νοστάλγησα να παραβλέψω, να ξεχάσω, να συμβιβαστώ.

Τίποτα δεν κατόρθωσα, μένω απόμακρος αλλήλοις.

«Δος μοι τούτον τον ξένον» αναφώνησα,

στρεφόμενος σ’ εκείνους.

Αγκάλιασα ένα σώμα ξέπνοο, σ’ έναν πολύβουο ντουνιά.

Θυσία στο ευ και το γιατί.

Ύπαρξη απόκληρη σ’ έναν κόσμο επίπλαστο.

Φοβήθηκα πολύ το άγνωστο, το σκοτεινό που με περιβάλλει.

Δέος και τρόμος για αυτό που δεν ενστερνίστηκα.

Αλλόφρων του υπερεγώ και περιθωριοποιημένος του εκεί.

Εν τέλει μήπως ήμουν ξένος κι αλλότριος;

Μήπως ήμουν ανοίκειος του εαυτού μου;

Μοναχικός, δίχως θέληση να φορέσω ένδυμα επίσημο.

Χωρίς δύναμη να συντρίψω, ό,τι με απέσυρε.

Φεύγω. Αποδρώ σε τόπους μακρινούς και ξένους.


Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Άνω Βαθύ

 

Ανηφόρησα τα λευκά εκκλησάκια, σήμα πως πλησιάζω στην παιδική γειτονιά.

Επιστρέφω στην καμπή της στροφής. Εκεί μπορώ να αντικρύσω τον κόσμο όλο.

Στέκομαι στο πεζούλι κι αναπολώ τη γέρικη φιγούρα να σταυροκοπιέται.

Γεωμέτρησα τον χώρο. 

Δύο καρδιές επί τρεις ψυχές και ύψος ουράνιο.

Αγάπη θραυσματική ξεδιπλώνεται στο υπαίθριο μωσαϊκό της αυλής.

Ένα κουβάρι πλεκτό διπλώνει τις ζάρες του ηλικιωμένου κορμιού.

Μια ζωή στοιβαγμένη ανάμεσα στις πλάκες και τα στενά σοκάκια.

Το μέρος γνώριμο και παλιό, με σημάδι τον χρόνο.

Το πρωινό ρουθουνίζει αλμύρα με ρίγανη και γιασεμί.

Πλακόστρωτες θύμησες παιχνιδιού, μεταξύ νερού και πανηγυριού.

Μεσημέρια ξαπλωμένοι στον κόσμο της φαντασίας, σε μια παρέλαση του νου.

Η γλυκιά συντροφιά πάντα εξιστορεί όσα η μνήμη συνειρμικά αποστηθίζει.

Μύρισε καφές δειλινού. Ο ήλιος χρωματίζει πορφυρά τις στέγες.

Βουτά αποκαμωμένος στο πέλαγο κι εγώ αποχαυνωμένος κοιτώ το λαμπύρισμα.

Οι σανίδες κάνουν κρακ στα πάτημα της νυχτερινής ησυχίας.

Οι απόκοσμες φωτογραφίες ανακαλούν ιστορίες υπό το φως ενός καντηλιού.

Κι εγώ νοσταλγός του χθες, γεωμετρώ πάλι τον χώρο.

Δύο επί τρία. Πώς να χωρέσει μια ζωή. Κι όμως εκεί υπήρξε.

Τα καλοκαίρια μου εναπόθεσα σ’ εκείνο τον νησιωτικό τόπο.

Ανάβω την πίπα μου, να λιβανίσω το σπίτι. Ένα τρισάγιο προγόνων.

Γλυκό κρασί αγκαλιάζει τις σκέψεις μου και συνοδεύει την προσευχή μου από καπνό.


Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Τσιρίγο

 

Επιστρέφεις σε ξένο χώρο, σαν να θες να τον κατακτήσεις.

Άργησες! Αλλά κατάλαβες ότι είναι μαγικός.

Στέκει μεσοπέλαγα, σαν κατάρτι. 

Απομεινάρι πειρατικού ρεσάλτο.

Μέρος απόμακρο μα τόσο κοντινό,

μνήμη σελίδων και νόστου, γεμάτο νοθείες.

Κι αν από την αρχή δεν το εκτίμησες, είναι βέβαιο. 

Θα επανέλθεις.

Θα δεις το λιόγερμα να χρωματίζει το κάστρο.

Ηλιαχτίδες χτυπούν το καραντί στης σπηλιάς τις σεμπρεβίβες.

Αγναντεύεις το αόριστο με οσμές να πλημμυρίζουν το μέλλον.

Έγειρε η μέρα κι η νύχτα απλώνει τα καψαλισμένα πλοκάμια της.

Μια βάρκα πλέει στον ορίζοντα, μόνη στην πλώρα του νου.

Άναψες την πίπα σου και έδωσες γεύση στο χνάρι σου.

Πλέον ο χώρος πατήθηκε. Μεταμορφώθηκε σε τόπο

δικό σου, μέχρι το μεδούλι να γεμίσει θυμάρι.

Απόψε αντικρίζω το χθες, όπως το έχτισα, όπως το ήθελα.

Το αύριο δεν το ξεύρω.

Θάλασσα άγνωστη, γαλάζια με μια καραβόπετρα για σημάδι.

Κάπου ν’ ακουμπήσει το βλέμμα.

Δε λέω καληνύχτα! Θα ξανάρθω.

Υπόσχεση στη μνήμη που αγαπά να στιγματίζει.

Τα Κύθηρα σε καθορίζουν, ακόμα κι αν δεν τα βρεις αμέσως.

Είναι πάντα εκεί. Γλύκα από τσίπουρο και μέλι.


Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...