Ξεριζώνω τούτον τον τόπο. Αλλότριος σε οικείο μέρος.
Νοστάλγησα να παραβλέψω, να ξεχάσω, να συμβιβαστώ.
Τίποτα δεν κατόρθωσα, μένω απόμακρος αλλήλοις.
«Δος μοι τούτον τον ξένον» αναφώνησα,
στρεφόμενος σ’ εκείνους.
Αγκάλιασα ένα σώμα ξέπνοο, σ’ έναν πολύβουο ντουνιά.
Θυσία στο ευ και το γιατί.
Ύπαρξη απόκληρη σ’ έναν κόσμο επίπλαστο.
Φοβήθηκα πολύ το άγνωστο, το σκοτεινό που με περιβάλλει.
Δέος και τρόμος για αυτό που δεν ενστερνίστηκα.
Αλλόφρων του υπερεγώ και περιθωριοποιημένος του εκεί.
Εν τέλει μήπως ήμουν ξένος κι αλλότριος;
Μήπως ήμουν ανοίκειος του εαυτού μου;
Μοναχικός, δίχως θέληση να φορέσω ένδυμα επίσημο.
Χωρίς δύναμη να συντρίψω, ό,τι με απέσυρε.
Φεύγω. Αποδρώ σε τόπους μακρινούς και ξένους.