Ανοίγω το βιβλίο και διαβάζω την
πρώτη σειρά.
Μετά, βλέπω την αφιέρωση. Πάντοτε
ψάχνω το προσφιλές πρόσωπο.
Ακόμα κι αν παραβλέπεται. Τότε παίρνω
τη θέση του.
Έπειτα πάω στα περιεχόμενα.
Ξεκινώ από την αρχή. Κεφάλαιο Α’
σελίδα 13.
Ξεφυλλίζω, αγγίζω και ψηλαφώ. Οσμίζομαι
την κάθε λέξη.
Ήταν έμπνευση στιγμής. Ήταν
δουλειά χρόνων. Ήταν αμοιβή παραγγελίας.
Και πάντα καταλήγω στο ίδιο
συμπέρασμα. Ήταν ανάγκη.
Διαβάζω την έβδομη σελίδα και
μετά πάω στο τέλος.
Θέλω να έχω τον έλεγχο.
Νιώθω καλά όταν ξέρω πού βαδίζω
και μέχρι πού θα φτάσω.
Ξαναγυρνώ στο διάβασμά μου.
Κεφάλαιο 9 σελίδα 152.
Τα κεφάλαια βροχή. Τρεις ιστορίες
για το χθες, το σήμερα και το αύριο.
Ένα ποτάμι. Άραγε θα κυλίσω μαζί σου;
Θα βρω τα σημεία;
Δεν εννοώ σκέψεις και νοήματα,
αλλά εικόνες και ήχους.
Σελίδες γεμάτες παραστάσεις για
σένα και για μένα.
Αποκλειστικά για μας τους δυο. Πλέον
ο χώρος κι ο χρόνος μας συνδέουν.
Θέλω να μάθω όσα δεν μου λες. Όσα
επιμελώς κρύβεις πίσω από τις γραφές.
Όσα φαντάστηκες και δεν είπες.
Όσα εννοούσες, αλλά δεν ξεστόμισες.
Κλείνω το βιβλίο στο τελευταίο
κεφάλαιο, σελίδα 327.
Ονειρεύομαι αυτό που με ταξίδεψες.
Σ’ ευχαριστώ. Ήταν ανάγκη.
Υ.Γ. Ξέχασα να σου πω κάτι
σημαντικό.
Σχετικά με τις λευκές σελίδες,
ποτέ μου δεν τις συμπάθησα. Είναι περιττές.
«Είναι δείγμα καλής αισθητικής»,
μου λες. «Είναι δείγμα υποκρισίας» σου απαντώ.
Ένα βιβλίο είναι πάντοτε
πυκνογραμμένο. Αλλιώς, το τέλος δεν αξίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου