Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

«Για να μην τα χρωστάω»

 

«Μιθριδάτης» ως όνομα σημαίνει τον «ηλιόδωρο», αυτόν που προσφέρεται ως δώρο προς τους ανθρώπους, από τον Ήλιο και το Φως (Μίθρα ο αρχαίος Θεός Ήλιος της περσικής μυθολογίας) Κατ’ αναλογία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ένας Μιθριδάτης είναι ο Προμηθέας της ελληνικής μυθολογίας. Αυτός που έφερε το θείο δώρο της φωτιάς στους ανθρώπους. Τους αφύπνισε και τους έκανε πιο δυνατούς. Αυτός που αντιστάθηκε στην καταπίεση των ισχυρών και στην πανίσχυρη θεϊκή βούληση, με το γνωστό τίμημα.
Κάθε χαρακτήρας που αντιστέκεται σ’ ένα διεφθαρμένο και στυγνό καθεστώς, το οποίο καταπατά τους ανθρώπινους νόμους και αξίες -από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα- γίνεται παράδειγμα ήρωα και προτύπου για την κοινωνία.
Είναι η στιγμή που μια ολόκληρη κοινωνία στενάζει, θυμώνει και συσσωρεύει την οργή της, απέναντι στην εξουσία. Είναι εκείνη τη στιγμή που ένα άτομο, εξ ονόματος όλων, αναλαμβάνει τον ρόλο του εκφραστή. Να πει όσα οι πολύ σκέφτονται, πιστεύουν, αλλά δεν έχουν τον τρόπο ή τη βούληση να εκφράσουν δημόσια.
Συνήθως, ο βαρύς αυτός ρόλος αποτελεί καθήκον των καλλιτεχνών, των διανοούμενων και των στοχαστών της εκάστοτε εποχής. Είναι αυτοί οι πιο ευαίσθητες «κεραίες» της κοινωνίας, που αντιλαμβάνονται τον παλμό και έχουν την ικανότητα να εκφράσουν το σύνολο, μέσα από το έργο τους. Εικαστικό, γραπτό, μουσικό ή φιλοσοφικό.
Όταν, λοιπόν, μια ολόκληρη κοινωνία έχει βιώσει τη διαφθορά, την ανισότητα, την περιθωριοποίηση, την αλαζονεία της εξουσίας και την έπαρση του ισχυρού. Όταν έχει βαλτώσει στο ψέμα και την προπαγάνδα, όταν βλέπει γύρω της τα πάντα να καταστρέφονται, να λεηλατούνται και να ισοπεδώνονται, τότε είναι η ώρα που λέγονται αλήθειες. Είναι η ώρα που ξεμπροστιάζονται οι υπαίτιοι και υπεύθυνοι της καταστροφής και ονοματίζονται ένα – ένα τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί.
Η τύχη του εμπνευστή δεν είναι πάντοτε προκαθορισμένη. Αντιθέτως, ποικίλει ανάλογα την εποχή και τους κοινωνικούς παράγοντες, καθώς και τη δύναμη του ισχυρού που βάλλεται. Το έργο, όμως, τις περισσότερες φορές παραμένει εκεί, ως οίστρος (αλογόμυγα) στην εξουσία. Με όπλο του την καθολικότητα και την αποδοχή, το έργο μένει αγέρωχο και περνά στην αθανασία, καθώς πάντα σε αυτή την πλάση, ο αδύναμος θα ψάχνει τρόπους να αντισταθεί στη διεφθαρμένη εξουσία. Άλλοτε το κατορθώνει, με έμπνευση ένα σύνθημα, ένα καλλιτεχνικό έργο, ένα αλαζονικό λάθος των ισχυρών ή ένα σπινθηροβόλημα της «κοινωνικής φωτιάς που σιγοκαίει» και άλλοτε απαιτείται πολύς χρόνος για αφύπνιση, συνειδητοποίηση και αντίληψη των γεγονότων, καθώς και της διάκρισης -από μεριάς του κοινωνικού συνόλου- του διαχωρισμού της αλήθειας από το ψεύδος. Το έργο, ωστόσο, δρα ως καταλύτης δράσεων και αντιλήψεων. Από την άλλη, είναι, επίσης, δεδομένο ότι η εξουσία είναι η πρώτη που εξοργίζεται με τέτοιες ενέργειες, που τις υπονομεύει με κάθε μέσο και μηχανεύεται υποχθόνιους τρόπους να διατηρηθεί ως καθεστώς κραταιό και πανίσχυρο.... Είναι; 
 

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Μια μέρα εργασίας

 

Άλλη μια μέρα επαληθεύεις μονότονα αριθμούς.
Αγνόησες για μια ακόμα φορά τον χρόνο, μετρώντας καθημερινότητες.
Κι όμως, ο συμβιβασμένος χρόνος σε παγίδευσε σ’ ένα γραφείο μικρό και πνιγηρό.
Βρίσκεσαι μπροστά σε χαρτιά και φακέλους μ’ ένα παράθυρο πίσω σου.
Τι ειρωνεία! Εξαγοράζεις την ελευθερία σου σε δόσεις αντιμισθίας.
Τη νιώθεις, αλλά δεν τη βλέπεις.
Ο αέρας φυσά τις σκέψεις, αφαιρώντας πνοή από το είναι σου.
Δεν μπορείς να δεις το όνειρο της μέρας.
Ακούς, οσφραίνεσαι, αλλά δε διακρίνεις.
Τα πουλιά κελαηδούν, τα δέντρα θροΐζουν κι εσύ βυθισμένος στην ψηφιακή οθόνη.
Διαιρείς τη γραφειοκρατία στην πρωινή αλλοτρίωση.
Πολλαπλασιάζεις τον ρυθμό, μήπως καταφέρεις και χαμογελάσεις στην άνοιξη.
Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να ενώσει τις στιγμές που έχεις λησμονήσει.
Εργάζεσαι για το αύριο, έχοντας γκρεμίσει βίαια το σήμερα.
Σ’ ένα μικρό και πνιγηρό γραφείο έχεις σκοτώσει την ελευθερία σου.
Κι εκείνη, μάταια σου γνέφει πίσω σου, από το ανοιχτό παράθυρο.
Δε βλέπεις, δεν ακούς, μόνο οσφραίνεσαι.
Λίγο ακόμα να τελειώσω τις προσθέσεις, όμως ξένες προθέσεις αντικρούουν κάθε ριπή.
Πλέον, τυφλός, κουφός και άοσμος μισοκλείνεις τα μάτια μπροστά στην οθόνη.
Έχεις αφαιρέσει κάθε ζωντανή πτυχή του καμπουριασμένου κορμιού σου.
Ας σημειώσω αυτό το τελευταίο, αν μου επιτρέπετε.
Θέλω να θυμηθώ να νιώσω ελεύθερος.
Να μην ξεχάσω ότι δεν έζησα.
Ίσως αύριο, σκέφτεσαι. Ίσως ποτέ, σου απαντάς.

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Τούτον τον ξένον

 

Ξεριζώνω τούτον τον τόπο. Αλλότριος σε οικείο μέρος.

Νοστάλγησα να παραβλέψω, να ξεχάσω, να συμβιβαστώ.

Τίποτα δεν κατόρθωσα, μένω απόμακρος αλλήλοις.

«Δος μοι τούτον τον ξένον» αναφώνησα,

στρεφόμενος σ’ εκείνους.

Αγκάλιασα ένα σώμα ξέπνοο, σ’ έναν πολύβουο ντουνιά.

Θυσία στο ευ και το γιατί.

Ύπαρξη απόκληρη σ’ έναν κόσμο επίπλαστο.

Φοβήθηκα πολύ το άγνωστο, το σκοτεινό που με περιβάλλει.

Δέος και τρόμος για αυτό που δεν ενστερνίστηκα.

Αλλόφρων του υπερεγώ και περιθωριοποιημένος του εκεί.

Εν τέλει μήπως ήμουν ξένος κι αλλότριος;

Μήπως ήμουν ανοίκειος του εαυτού μου;

Μοναχικός, δίχως θέληση να φορέσω ένδυμα επίσημο.

Χωρίς δύναμη να συντρίψω, ό,τι με απέσυρε.

Φεύγω. Αποδρώ σε τόπους μακρινούς και ξένους.


Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Άνω Βαθύ

 

Ανηφόρησα τα λευκά εκκλησάκια, σήμα πως πλησιάζω στην παιδική γειτονιά.

Επιστρέφω στην καμπή της στροφής. Εκεί μπορώ να αντικρύσω τον κόσμο όλο.

Στέκομαι στο πεζούλι κι αναπολώ τη γέρικη φιγούρα να σταυροκοπιέται.

Γεωμέτρησα τον χώρο. 

Δύο καρδιές επί τρεις ψυχές και ύψος ουράνιο.

Αγάπη θραυσματική ξεδιπλώνεται στο υπαίθριο μωσαϊκό της αυλής.

Ένα κουβάρι πλεκτό διπλώνει τις ζάρες του ηλικιωμένου κορμιού.

Μια ζωή στοιβαγμένη ανάμεσα στις πλάκες και τα στενά σοκάκια.

Το μέρος γνώριμο και παλιό, με σημάδι τον χρόνο.

Το πρωινό ρουθουνίζει αλμύρα με ρίγανη και γιασεμί.

Πλακόστρωτες θύμησες παιχνιδιού, μεταξύ νερού και πανηγυριού.

Μεσημέρια ξαπλωμένοι στον κόσμο της φαντασίας, σε μια παρέλαση του νου.

Η γλυκιά συντροφιά πάντα εξιστορεί όσα η μνήμη συνειρμικά αποστηθίζει.

Μύρισε καφές δειλινού. Ο ήλιος χρωματίζει πορφυρά τις στέγες.

Βουτά αποκαμωμένος στο πέλαγο κι εγώ αποχαυνωμένος κοιτώ το λαμπύρισμα.

Οι σανίδες κάνουν κρακ στα πάτημα της νυχτερινής ησυχίας.

Οι απόκοσμες φωτογραφίες ανακαλούν ιστορίες υπό το φως ενός καντηλιού.

Κι εγώ νοσταλγός του χθες, γεωμετρώ πάλι τον χώρο.

Δύο επί τρία. Πώς να χωρέσει μια ζωή. Κι όμως εκεί υπήρξε.

Τα καλοκαίρια μου εναπόθεσα σ’ εκείνο τον νησιωτικό τόπο.

Ανάβω την πίπα μου, να λιβανίσω το σπίτι. Ένα τρισάγιο προγόνων.

Γλυκό κρασί αγκαλιάζει τις σκέψεις μου και συνοδεύει την προσευχή μου από καπνό.


Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Τσιρίγο

 

Επιστρέφεις σε ξένο χώρο, σαν να θες να τον κατακτήσεις.

Άργησες! Αλλά κατάλαβες ότι είναι μαγικός.

Στέκει μεσοπέλαγα, σαν κατάρτι. 

Απομεινάρι πειρατικού ρεσάλτο.

Μέρος απόμακρο μα τόσο κοντινό,

μνήμη σελίδων και νόστου, γεμάτο νοθείες.

Κι αν από την αρχή δεν το εκτίμησες, είναι βέβαιο. 

Θα επανέλθεις.

Θα δεις το λιόγερμα να χρωματίζει το κάστρο.

Ηλιαχτίδες χτυπούν το καραντί στης σπηλιάς τις σεμπρεβίβες.

Αγναντεύεις το αόριστο με οσμές να πλημμυρίζουν το μέλλον.

Έγειρε η μέρα κι η νύχτα απλώνει τα καψαλισμένα πλοκάμια της.

Μια βάρκα πλέει στον ορίζοντα, μόνη στην πλώρα του νου.

Άναψες την πίπα σου και έδωσες γεύση στο χνάρι σου.

Πλέον ο χώρος πατήθηκε. Μεταμορφώθηκε σε τόπο

δικό σου, μέχρι το μεδούλι να γεμίσει θυμάρι.

Απόψε αντικρίζω το χθες, όπως το έχτισα, όπως το ήθελα.

Το αύριο δεν το ξεύρω.

Θάλασσα άγνωστη, γαλάζια με μια καραβόπετρα για σημάδι.

Κάπου ν’ ακουμπήσει το βλέμμα.

Δε λέω καληνύχτα! Θα ξανάρθω.

Υπόσχεση στη μνήμη που αγαπά να στιγματίζει.

Τα Κύθηρα σε καθορίζουν, ακόμα κι αν δεν τα βρεις αμέσως.

Είναι πάντα εκεί. Γλύκα από τσίπουρο και μέλι.


Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...