Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

Δεκαπενταύγουστος

Ένα μνημονικό κερί συνοδεύει την κατανυκτική εναπόθεση στο άλλοτε.

Έμεινα ώρες ακούγοντας το βαρύ, σαν ψαλμωδία, βουητό των κυμάτων.
Παρατηρούσα τη θάλασσα, οι εικόνες του χθες έτρεχαν να προαναγγείλουν το δείλι.
Το κάμα του Δεκαπενταύγουστου αναμετρούσε την οχλοβοή των τζιτζικιών.
Το μελτέμι ξέφευγε απ’ τα δεσμά του ήλιου καλπάζοντας στις άκρες του αρμυρικιού.
Όσο κι αν ξόδεψα από τη μνήμη μου, δεν μπόρεσα να επαναφέρω την αθωότητα.
Έμεινε κρυμμένη ανάμεσα στα πλακόστρωτα μονοπάτια.
Στις σχισμές της καλογυαλισμένης, από τον χρόνο, πέτρας
έθαψα την καλοκαιρινή ανεμελιά.
Φόρτισα το μυαλό με καλούδια του ονείρου και σμίκρυνα τον χρόνο.
Σε μια στιγμή απόμεινα μόνος και στεγνός με τη μυρωδιά του θυμαριού,
δίχως ένα χαλινάρι να τιθασεύει τον νου.
Κάπου εκεί στον ορίζοντα πρόβαλε το λευκό ξωκλήσι.
Το κερί άναψε, αλμυρίζοντας τα στενά και σκοτεινά σοκάκια της σκέψης μου.
Μέλι και κρασί, η οικεία οσμή, που συχνάζει κάθε Δεκαπενταύγουστο.

Πλαστοπροσωπία


Μια ζωή αναζητώ την ταυτότητα, απολέσας προ πολλού την προηγούμενη.
Βαδίζω διστακτικά πάνω σε κινούμενες εικόνες.
Μπροστά μου απλώνεται το λιβάδι στιγμών, μα εγώ διστάζω.
-Μήπως είδατε την ταυτότητά μου; Ήμουν μικρός, αλαζόνας, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
-Λυπάμαι κύριε, μάλλον τη χάσατε καθώς προχωρούσατε.
-Πιθανώς!
Ίσως τη λησμόνησα εσκεμμένα. Ίσως παραπάτησα στη γλιστερή μνήμη.
Κρυφακούω το μετά, αλλά μου διαφεύγουν ολόκληρες φράσεις.
Μόνο κάτι σκόρπιες λέξεις αρπάζω:
μεσήλικας, ταυτότητα, αγνώστων στοιχείων, πάσχων.
Ταξινομήθηκα στο αρχείο. Ίσως ασχοληθούν μαζί μου «μίαν ετέραν φοράν».
Προς το παρόν, προχωρώ και πάλι με αστάθεια, χωρίς συνειρμούς και όνειρα.
Μόνο αναμνήσεις στροβιλίζουν στον αέρα, κομματιασμένες κι αλειμμένες με αίμα.
-Ποιος είστε;
-Αν ήξερα, δεν θα έκανα τούτο το ταξίδι. Αναμένω να βρω σβησμένα ίχνη, απολεσθέντων αντικείμενων ή προσώπων.
Αναζητώ μια ταυτότητα έστω και (επί)πλαστή.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Αύγουστος

 Ο Τζίτζικας αναμετρά το ύψος του σε μια μονότονη συμφωνία.
Ο Αύγουστος, με τα ροδανά του χείλη, χλευάζει τη μεσημεριανή ζέση.
Ήρθε ο μήνας της ύπαρξής σου, μ’ έναν καφέ και λίγο δειλινό καπνό.
Η δροσιά του θαλασσινού μελτεμιού γνέφει στα στάχια που μύρισες χθες.
Μια βροντή ξάφνιασε τον ορίζοντα και συννέφιασε τη γαλήνη του προσώπου σου.
Απρόσμενη υγρασία κυκλώνει τα ηλιοκαμένα κορμιά, που ακούν τα έντομα να σωπαίνουν.
Επικεντρώθηκα σ’ αυτή τη Βελανιδιά του αποκαλόκαιρου, στην παχυλή σκιά του έρωτα.
Εκεί κατάλαβα τι σημαίνει Αύγουστος, όταν χάιδεψες τις νωθρές σκέψεις του μυαλού μου.
Χωρίς αιτιάσεις, μόνο λίγο κρασί και το φεγγάρι να προβάλλει απ’ τη φυλλωσιά χρειάστηκες...
για να μου πεις σ’ αγαπώ!
Ήταν ένα βράδυ του Αυγούστου που η φύση διάλεξε να αναθυμάται.
Το φθινόπωρο άργησε.

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...