Έμεινα ώρες ακούγοντας το βαρύ, σαν ψαλμωδία, βουητό των κυμάτων.
Παρατηρούσα τη θάλασσα, οι εικόνες του χθες έτρεχαν να προαναγγείλουν το δείλι.
Το μελτέμι ξέφευγε απ’ τα δεσμά του ήλιου καλπάζοντας στις άκρες του αρμυρικιού.
Όσο κι αν ξόδεψα από τη μνήμη μου, δεν μπόρεσα να επαναφέρω την αθωότητα.
Έμεινε κρυμμένη ανάμεσα στα πλακόστρωτα μονοπάτια.
Στις σχισμές της καλογυαλισμένης, από τον χρόνο, πέτρας
έθαψα την καλοκαιρινή ανεμελιά.
Φόρτισα το μυαλό με καλούδια του ονείρου και σμίκρυνα τον χρόνο.
Σε μια στιγμή απόμεινα μόνος και στεγνός με τη μυρωδιά του θυμαριού,
δίχως ένα χαλινάρι να τιθασεύει τον νου.
Κάπου εκεί στον ορίζοντα πρόβαλε το λευκό ξωκλήσι.
Το κερί άναψε, αλμυρίζοντας τα στενά και σκοτεινά σοκάκια της σκέψης μου.
Μέλι και κρασί, η οικεία οσμή, που συχνάζει κάθε Δεκαπενταύγουστο.