Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Το περιβόλι


Έτρεχε το νερό ποτίζοντας τις πορτοκαλιές. Ήταν ένα μακρόστενο και μυρωδικό περιβόλι με πορτοκαλιές και λεμονιές. Χωμένος κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, παρακολουθούσα τους σκαμμένους λάκκους να γεμίζουν από νερό. Φροντίδα μου ήταν να μετακινώ το λάστιχο από δέντρο σε δέντρο, ώστε να ποτιστούν όλα μέχρι τ’ απόγευμα. Η διαδικασία ξεκινούσε νωρίς, μόλις ο ήλιος ανέτελλε κι εγώ θεωρούσα στα οκτώ μου χρόνια ότι ήταν η πιο σημαντική εργασία που αναλάμβανα ποτέ. Το περιβόλι ήταν ο αγαπημένος τόπος του παππού και τα καλοκαίρια πάντα πηγαίναμε εκεί για να το φροντίσει. 

Τον έβλεπα πώς περιποιόταν τα δέντρα και τα φύλλα τους. Κάθε ένα χωριστά και με προσοχή έπρεπε να το κοιτάξει διεξοδικά, να αφαιρέσει τα ξερά φύλλα και να το ψεκάσει, αν χρειαζόταν, για μελίγκρα ή άλλες ασθένειες. Η μαγική στιγμή ερχόταν όταν επέλεγε ένα δέντρο για μπόλιασμα. Μια ολόκληρη ιεροτελεστία που παρακολουθούσα από την αρχή μέχρι το τέλος εκστασιασμένος. Η χαρά του όταν έπιανε δεν περιγράφεται. Γελούσε μέσα από τα γένια του σαν μικρό παιδί.
Ο παππούς γενικά δεν μιλούσε πολύ, αλλά πάντα θα διάλεγε εμένα για παρέα, ανάμεσα στα αδέλφια μου. Δουλεύαμε μαζί, δίπλα -δίπλα στο περιβόλι, χωρίς να ανταλλάσσουμε πολλές κουβέντες. Μας αρκούσε που ήμαστε μαζί.

Ένα ψάθινο καπέλο κρυμμένο πίσω από τα δέντρα και τα αντάρτικα που του άρεσε να σιγοψιθυρίζει ήταν τα στοιχεία που σηματοδοτούσαν την παρουσία του παππού στο περιβόλι. Δίπλα του συνέχιζα να ποτίζω, ενώ εκείνος καθάριζε τις αγαπημένες του «μορφονιές», όπως τις έλεγε κι ένιωθα τη ζεστή του παρουσία. Σαν ήθελε να μου μιλήσει, ξεκινούσε μια ιστορία. Σχεδόν πάντα από τον εμφύλιο. Είχε αμέτρητες ιστορίες να μου πει και ποτέ δεν τις μπέρδευε μεταξύ τους. Πάντα είχε κάτι διαφορετικό να πει, αλλά θα μπόλιαζε την ιστορία του με τη φράση «αν ζούσε ο Άρης…» που στην αφέλεια των παιδικών μου χρόνων δεν έβγαζε νόημα. Εμένα με μάγευε το μαγικό ταξίδι στο παρελθόν κι ας μην τα καταλάβαινα όλα κι ας μην μπορούσα τότε να συγκρατήσω ονόματα και γεγονότα. 

«Έλα να κάνουμε διάλειμμα», μου ‘λεγε. Κι εγώ έκλεινα μεμιάς το λάστιχο. Βολευόμουν στο πεζούλι κι εκείνος σ’ ένα σκαμνάκι που κουβαλούσε μαζί του. Έπινε μια γουλιά καφέ. Άναβε το τσιμπούκι του κι αρχινούσε τις ιστορίες. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του καφέ και του καπνού ήταν το σήμα κατατεθέν για μένα του μεσημεριάτικου «παραμυθιού», που δεν περιείχε δράκους και πριγκιπόπουλα, αλλά πραγματικούς ανθρώπους, ήρωες που δώσαν την ψυχή τους για τα πιστεύω τους.

Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι, περίμενα το κάλεσμά του για τη μεσημεριάτικη ιστορία, αλλά αργούσε. Ξάφνου ο σκοπός σταμάτησε και μόνο τα τζιτζίκια κυριαρχούσαν στον χώρο. Γύρισα ολούθε και δεν είδα το ψάθινο καπέλο. «Θα πήγε στο καλύβι να πάρει καφέ», σκέφτηκα και συνέχισα αμέριμνος τη δουλειά μου, περιμένοντάς τον να γυρίσει. Μετά από ώρα, οι φωνές της μάνας μου με τρόμαξαν και σταμάτησα το πότισμα. Γύρισα απότομα κι άρχισα να τρέχω προς το καλύβι. Ξαφνικά σταμάτησα. Μπροστά μου ήταν πεσμένο στο έδαφος το ψάθινο καπέλο. Το σήκωσα και το έσφιξα δυνατά με τα δυο μου χέρια.

Από τότε, πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια. Όμως εξακολουθώ που και που τα καλοκαίρια να πηγαίνω στο περιβόλι. Ένα εντελώς διαφορετικό περιβόλι. Σαν να έχει μικρύνει και σίγουρα δεν είναι τόσο περιποιημένο. Μερικοί εργάτες φροντίζουν τώρα τον χώρο, όχι, όμως, όπως ο παππούς. Περιτριγυρίζω στα δέντρα. Άλλοτε τα ποτίζω, άλλοτε κόβω κανένα ξερό κλαδί ή φύλλο. Αλλά δεν βρίσκω πλέον κανένα ενδιαφέρον. Φοράω κι εγώ ένα ψάθινο καπέλο και καπνίζω πίπα. Μόνο που δεν γνωρίζω αντάρτικα τραγούδια, ούτε αφηγούμαι ιστορίες από τον εμφύλιο. Εκείνες που μου ‘λεγε ο παππούς, τις έχω, σχεδόν, ξεχάσει, αλλά όχι το πνεύμα τους. Ούτε τη φιγούρα του. Μια βουβή, πλέον, σκιά απουσίας που τριγυρνά τα μεσημέρια ανάμεσα στις «μορφονιές», όσο τα τζιτζίκια κυριαρχούν στον χώρο. «Αν ζούσε ο παππούς….», θα γελούσε.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Λίγο παρακάτω


Μόλις αφαίρεσα ένα κομμάτι του χθες που με ταλαιπωρούσε καιρό τώρα.
Δεν γινόταν αλλιώς. Είχε αναπτυχθεί απόστημα πικρίας.
Έπρεπε να πάω παρακάτω κι αυτό δεν μ’ άφηνε. Διογκωνόταν όλο και πιο πολύ.
Ζητούσε μερίδιο από το σήμερα και διεκδικούσε την ύπαρξή του και αύριο.
Όχι. Όταν θες να προχωρήσεις, πρέπει να κόβεις τους κάβους.
Να ελαφραίνεις απ’ ό,τι σου έχτισε τείχη και η αναπνοή σου να γίνεται πιο βαθιά.
Μη με ρωτάς τι ήταν. Άνθρωποι, λόγια, καταστάσεις, ακόμα και συνήθειες.
Όλα μπορούν να κόβονται. Για να ξεκινάς το παρακάτω.
Κι αν λαθέψεις; Κι αν δεν εκτίμησες κατά πώς έπρεπε; Ε, καλά! Μην σκιάζεσαι.
Ζήσε την περιπέτεια. Είναι μέσα στο παιχνίδι κι η αταξία.
Κι ο φόβος και το λάθος. Αλλιώς, δεν πας παρακάτω.
Μα είναι τόσο σημαντικό να πας παρακάτω;
Φίλε μου, αν θες να πεις ότι πέρασες από ‘δω κι άφησες ένα μικρό σημάδι απουσίας,
Ναι. Είναι σημαντικό πρωτίστως για σένα.
Πολλοί ήρθαν κι έφυγαν.
Φιέστες, γιορτές, μουσική και χορός. Κάτω από τις μάσκες, κενό.
Διαλέγεις και παίρνεις. Πάντα επιλέγεις. Πάντα είναι στο χέρι σου.
Αν αυτή τη μικρή πέτρα που κρατάς, την πας ένα βήμα παρακάτω.
Τούτο σημαίνει αθανασία.
Η ζωή είναι απλή. Χωρίς οδηγίες χρήσεως.
Αγάπη. Φιλία. Χαμόγελο. Κράτα αυτά γι' αρχή.
Ήδη την έχεις πάει παρακάτω.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Στην άκρη του δρόμου


Ήταν εκεί στο βροχερό πεζοδρόμιο, ανάμεσα στη σκοτεινιά και την ερήμωση.
Συναλλαγή άνομη απελπισίας και μοναξιάς. Ένα σκονάκι βασιλείας του κόσμου.
Και μετά τι; Πάλι παγωνιά στην ψυχή ενός άδολου και αβέβαιου αύριο.
Γύρω σου σφίγγει το πέλμα της απόγνωσης, κάθε φορά που κάποιος σε προσπερνά.
Δεν μπορείς να το ανεχτείς. Δεν είσαι η ξυσμένη μπογιά ενός lifestyle προϊόντος.
Κι όμως έτσι νιώθεις. Είσαι πράγμα αντί άνθρωπος. Βαλμένος στην άκρη του μίσους.
Πίσω από τα καφάσια της καλοβαλμένης αστικής ευτυχίας. Εκεί στοιβάζεις τη ζωή.
Μια ζωή προδοσίας κι απάτης. Που τίποτα δεν απέδωσε αυτά που προσδοκούσες.
Τώρα πια είναι όλα αργά. Τα βήματα, οι σκέψεις, οι παλμοί της απένταρης καρδιάς.
Είναι λίγο πριν το τέλος, που αναζητάς τι πήγε στραβά. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
Λες, το φταίξιμο είναι δικό σου. Όχι συνοδοιπόρε. Το φταίξιμο είναι όλων μας.
Γιατί δεν είδαμε, δεν ακούσαμε, δεν ενδιαφερθήκαμε. Είναι ο κόσμος μας.
Η αποκλεισμένη εκδοχή της ηρεμίας μας, που δεν σε ανέχεται. Κι εμείς στωικοί.
Απόμακροι. Επιτελούμε το καθήκον της μέρας που δεν σε περιέχει.
Επιλήσμονες μιας αμφίσημης πορείας, που από τύχη αγαθή μάς επέλεξε για αλλού.
Χωρίς εσένα. Γιατί προτίμησε να σ’ αφήσει στην άκρη του δρόμου.

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...