Έτρεχε το νερό ποτίζοντας τις
πορτοκαλιές. Ήταν ένα μακρόστενο και μυρωδικό περιβόλι με πορτοκαλιές και
λεμονιές. Χωμένος κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, παρακολουθούσα τους
σκαμμένους λάκκους να γεμίζουν από νερό. Φροντίδα μου ήταν να μετακινώ το λάστιχο
από δέντρο σε δέντρο, ώστε να ποτιστούν όλα μέχρι τ’ απόγευμα. Η διαδικασία ξεκινούσε
νωρίς, μόλις ο ήλιος ανέτελλε κι εγώ θεωρούσα στα οκτώ μου χρόνια ότι ήταν η
πιο σημαντική εργασία που αναλάμβανα ποτέ. Το περιβόλι ήταν ο αγαπημένος
τόπος του παππού και τα καλοκαίρια πάντα πηγαίναμε εκεί για να το φροντίσει.
Τον έβλεπα πώς περιποιόταν τα
δέντρα και τα φύλλα τους. Κάθε ένα χωριστά και με προσοχή έπρεπε να το κοιτάξει
διεξοδικά, να αφαιρέσει τα ξερά φύλλα και να το ψεκάσει, αν χρειαζόταν, για μελίγκρα
ή άλλες ασθένειες. Η μαγική στιγμή ερχόταν όταν επέλεγε ένα δέντρο για
μπόλιασμα. Μια ολόκληρη ιεροτελεστία που παρακολουθούσα από την αρχή μέχρι το
τέλος εκστασιασμένος. Η χαρά του όταν έπιανε δεν περιγράφεται. Γελούσε μέσα από
τα γένια του σαν μικρό παιδί.
Ο παππούς γενικά δεν μιλούσε
πολύ, αλλά πάντα θα διάλεγε εμένα για παρέα, ανάμεσα στα αδέλφια μου. Δουλεύαμε
μαζί, δίπλα -δίπλα στο περιβόλι, χωρίς να ανταλλάσσουμε πολλές κουβέντες. Μας
αρκούσε που ήμαστε μαζί.
Ένα ψάθινο καπέλο κρυμμένο πίσω
από τα δέντρα και τα αντάρτικα που του άρεσε να σιγοψιθυρίζει ήταν τα στοιχεία
που σηματοδοτούσαν την παρουσία του παππού στο περιβόλι. Δίπλα του συνέχιζα να
ποτίζω, ενώ εκείνος καθάριζε τις αγαπημένες του «μορφονιές», όπως τις έλεγε κι
ένιωθα τη ζεστή του παρουσία. Σαν ήθελε να μου μιλήσει, ξεκινούσε μια ιστορία.
Σχεδόν πάντα από τον εμφύλιο. Είχε αμέτρητες ιστορίες να μου πει και ποτέ δεν
τις μπέρδευε μεταξύ τους. Πάντα είχε κάτι διαφορετικό να πει, αλλά θα μπόλιαζε
την ιστορία του με τη φράση «αν ζούσε ο Άρης…» που στην αφέλεια των παιδικών
μου χρόνων δεν έβγαζε νόημα. Εμένα με μάγευε το μαγικό ταξίδι στο παρελθόν κι ας
μην τα καταλάβαινα όλα κι ας μην μπορούσα τότε να συγκρατήσω ονόματα και
γεγονότα.
«Έλα να κάνουμε διάλειμμα», μου
‘λεγε. Κι εγώ έκλεινα μεμιάς το λάστιχο. Βολευόμουν στο πεζούλι κι εκείνος σ’
ένα σκαμνάκι που κουβαλούσε μαζί του. Έπινε μια γουλιά καφέ. Άναβε το τσιμπούκι
του κι αρχινούσε τις ιστορίες. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του καφέ και του καπνού
ήταν το σήμα κατατεθέν για μένα του μεσημεριάτικου «παραμυθιού», που δεν περιείχε
δράκους και πριγκιπόπουλα, αλλά πραγματικούς ανθρώπους, ήρωες που δώσαν την
ψυχή τους για τα πιστεύω τους.
Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι,
περίμενα το κάλεσμά του για τη μεσημεριάτικη ιστορία, αλλά αργούσε. Ξάφνου ο
σκοπός σταμάτησε και μόνο τα τζιτζίκια κυριαρχούσαν στον χώρο. Γύρισα ολούθε
και δεν είδα το ψάθινο καπέλο. «Θα πήγε στο καλύβι να πάρει καφέ», σκέφτηκα και
συνέχισα αμέριμνος τη δουλειά μου, περιμένοντάς τον να γυρίσει. Μετά από ώρα,
οι φωνές της μάνας μου με τρόμαξαν και σταμάτησα το πότισμα. Γύρισα απότομα κι
άρχισα να τρέχω προς το καλύβι. Ξαφνικά σταμάτησα. Μπροστά μου ήταν πεσμένο στο
έδαφος το ψάθινο καπέλο. Το σήκωσα και το έσφιξα δυνατά με τα δυο μου χέρια.
Από τότε, πέρασαν πάνω από τριάντα
χρόνια. Όμως εξακολουθώ που και που τα καλοκαίρια να πηγαίνω στο περιβόλι. Ένα
εντελώς διαφορετικό περιβόλι. Σαν να έχει μικρύνει και σίγουρα δεν είναι τόσο
περιποιημένο. Μερικοί εργάτες φροντίζουν τώρα τον χώρο, όχι, όμως, όπως ο
παππούς. Περιτριγυρίζω στα δέντρα. Άλλοτε τα ποτίζω, άλλοτε κόβω κανένα ξερό
κλαδί ή φύλλο. Αλλά δεν βρίσκω πλέον κανένα ενδιαφέρον. Φοράω κι εγώ ένα ψάθινο καπέλο και καπνίζω πίπα. Μόνο που δεν
γνωρίζω αντάρτικα τραγούδια, ούτε αφηγούμαι ιστορίες από τον εμφύλιο. Εκείνες
που μου ‘λεγε ο παππούς, τις έχω, σχεδόν, ξεχάσει, αλλά όχι το πνεύμα τους. Ούτε
τη φιγούρα του. Μια βουβή, πλέον, σκιά απουσίας που τριγυρνά τα μεσημέρια ανάμεσα
στις «μορφονιές», όσο τα τζιτζίκια κυριαρχούν στον χώρο. «Αν ζούσε ο παππούς….»,
θα γελούσε.