Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ



Επιμέλεια: ‘Αλκης Παναγιώτου

Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του άοκνου εργάτη των ελληνικών γραμμάτων και της ταραγμένης ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Γεννημένος στη Σκιάθο, στα 1851, γιος ιερέα, γαλουχείται σε ένα συντηρητικό περιβάλλον και δημιουργεί τις γλωσσικές δικλείδες στις οποίες θα κινηθεί, που είναι η καθαρεύουσα γλώσσα, εμποτισμένη με βιβλικές και αρχαιοελληνικές αναφορές. Αυτή η γλωσσική ατραπός του δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογεί στις περιγραφές του και σε συνάρτηση με τη σκιαθίτικη διάλεκτο να χρωματίζει περήφανα τις ηθογραφικές του περιπλανήσεις.
Το ύφος του, πάντοτε ποιητικό, πλούσιο και με φαντασία, αν και συστηματικά στατικό, δημιουργεί μια χαρακτηριστική ιδιόλεκτο, η οποία συνοδεύει τα γραπτά του και πλημμυρίζει το λόγο του. Τα γραπτά του βρίθουν λυρικών περιγραφών, κατάλοιπο του λογοτεχνικού ρεύματος του Ρομαντισμού, από το οποίο αρχικά επηρεάστηκε. Σε αντιδιαστολή βρίσκεται η ζωή του, όπου λιτοδίαιτος και σχεδόν κουρελής διάγει μοναχικό βίο, γι’ αυτό και θα χαρακτηριστεί κοσμοκαλόγερος της λογοτεχνίας.
Αν και ασχολήθηκε με πολλά είδη του γραπτού λόγου, όπως τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση, προκειμένου να βιοποριστεί, ωστόσο αυτό που τον καθιέρωσε και τον ενέταξε στη σφαίρα της διαχρονίας είναι το ηθογραφικό διήγημα. Απόκληρος και αποσυνάγωγος του πνευματικού κόσμου της εποχής του, δεν κατόρθωσε να δει κανένα τυπωμένο βιβλίο του όσο ζούσε, ούτε να γευθεί θετικές κριτικές για το έργο του. Λόγω της γλωσσικής του έκφρασης αποτελούσε κόκκινο πανί για τους δημοτικιστές, ενώ από την άλλη ούτε οι συντηρητικοί κύκλοι επικροτούσαν τα θεματικά του μοτίβα. Ο ίδιος, πάντως, αυτοβιογραφούμενος, αναφέρει: "Το επ’ εμοί, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη".
Ο ρόλος που ο Παπαδιαμάντης παραχωρεί στη φύση είναι κυρίαρχος και αλληλένδετος με τον άνθρωπο αλλά και με το θεϊκό στοιχείο. Το τρίπτυχο Θεός- φύση- άνθρωπος είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες του έργου του. Όσο ο άνθρωπος επενδύει σε μια διαλεκτική σχέση με τη φύση και όσο ζει σε αρμονία μαζί της, κερδίζει την αθωότητα, την αγνότητα, τη γαλήνη. Η απομάκρυνσή του από αυτήν είναι συνώνυμο της φθοράς και της αλλοτρίωσης. Κατά συνέπεια, η φύση είναι για τον άνθρωπο μονόδρομος, αν επιθυμεί να οδηγηθεί στην κάθαρση και στην ένωση με το Θεό, όπως σαφέστατα υπονοείται από τη φράση που ο ήρωας του διηγήματος «Όνειρο στο κύμα»αναφωνεί: Ω! Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...
Το θεϊκό στοιχείο είναι πολλαπλώς εμφανιζόμενο στο έργο του διηγηματογράφου, κάτι που ερμηνεύεται τόσο λόγω των καταβολών του όσο και της ιδιοσυγκρασίας του, καθώς βέβαια και της έμφυτης ροπής του προς το μεταφυσικό. Σε καμία περίπτωση δε μπορεί να χαρακτηριστεί ο Παπαδιαμάντης θρησκόληπτος ή τυπολάτρης. Ερμηνεύει το θεϊκό στοιχείο ως έννοια που εδρεύει στην ανθρώπινη ψυχή, την καθοδηγεί και την προστατεύει, χωρίς, ωστόσο, να την παγιδεύει και να την ορίζει. Ο ηθικός άξονας της συνείδησης των ηρώων του, κατά ένα αρχαιοελληνικό πρότυπο, βρίσκεται συχνά σε αντιθετική σχέση προς την ελεύθερη βούληση των χαρακτήρων του, δημιουργώντας τραγικά αδιέξοδα, όπως συγκλονιστικά απεικονίζεται στη Φόνισσα η Φραγκογιαννού.
Κι αν η φύση και ο Θεός πλαισιώνουν το έργο του Παπαδιαμάντη, στο κέντρο του τοποθετείται ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος με τις αδυναμίες, τα πάθη, την αμαρτία και τις ψυχικές του διακυμάνσεις. Κυρίαρχο ρόλο στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του δίνεται στον ερωτισμό και στη θέαση της γυναικείας παρουσίας. Αν και απαγορευμένος καρπός, ο έρωτας κατακλύζει τα διηγήματά του και εμπνέει τους ήρωές του , παρασύροντάς τους ενίοτε στο θάνατο, κυριολεκτικό ή μεταφορικό.
Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίστηκε ως πατέρας της ηθογραφίας, καθώς κατόρθωσε να εντάξει στα διηγήματά του τόσο την ελληνική παράδοση, όσο και τα ήθη και τα έθιμα της καθαυτό ρωμαίικης λαϊκής ψυχής. Το έργο του είναι διασπαρμένο από νησιωτικό χρώμα, από την ελληνική ύπαιθρο, αλλά και από απλούς ανθρώπους: «οι περιγραφές του αποτελούν πιστές απεικονίσεις της ζωής και της νοοτροπίας των ανθρώπων του νησιού του», όπως χαρακτηρτιστικά παρατηρεί ο Κ.Θ. Δημαράς. Άλλωστε είναι και ο ίδιος επαρκέστατος γνώστης των όσων περιγράφει, γι’ αυτό και δύναται με θαυμαστή ευχέρεια να διανθίζει τα στοιχεία αυτά με παρατηρήσεις κοινωνικές και ψυχογραφικές.
Στο έργο του ο Παπαδιαμάντης, όπως αυτό αποτιμήθηκε μετά το θάνατό του από νεότερους μελετητές, πλησίασε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου, προσάρμοσε τη θεματολογία του στην λιτή και απλή ζωή της επαρχίας και με μια εκφραστική μοναδικότητα αποτύπωσε την ελληνική ψυχή της εποχής του. Θα τολμούσαμε να αναφέρουμε ότι το έργο του ενέχει τη θέση μιας ιστορικής μαρτυρίας, που πέρα από την αισθητική απόλαυση που παρέχει ακόμα και στο σύγχρονο αναγνώστη, άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική διηγηματογραφία, αποκαλύπτοντας στον πεζό λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που παραμένει διαχρονική και αθάνατη, αλλά ταυτόχρονα και μοναδικά επίκαιρη, καθώς τοποθετεί στο κέντρο της τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το Θεό.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:


Άπαντα Αλέξ. Παπαδιαμάντη εκδόσεις Δόμος 5 τόμοι, 1992 Αθήνα (επιμέλεια Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος).
Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., Δαιμόνιο μεσημβρινό • Έντεκα κείμενα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.Αθήνα, Γρηγόρης, 1978.
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γεωργία, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη • 1887-1910. Αθήνα, Κέδρος, 1987.
Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., Επί πτίλων αύρας νυκτερινής • Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη. Αθήνα, Νεφέλη, 1992.
Μουλλάς Παναγιώτης, Α.Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος. Αθήνα, Εστία, 1999.
Η αδιάπτωτη μαγεία• Παπαδιαμάντης 1991 – Ένα αφιέρωμα. Αθήνα, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1992.
Ασλανίδης Ε.Γ., Το μητρικό στοιχείο στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη • Ψυχαναλυτικό δοκίμιο. Αθήνα: Ράππα, 1988.
Καργάκος Σαράντος, "Ξαναδιαβάζοντας τη "Φόνισσα" : μια νέα κοινωνική και πολιτική θεώρηση του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Gutenberg, 1987, Αθήνα
Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη: Επιλογή κριτικών κειμένων", Εκδ.Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005.
Saunier Guy, "Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Άγρας, 2001, Αθήνα.
Κεσελόπουλος Ανέστης, "Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη", Εκδ.Πουρναράς, 1994.
Μάτσας Νέστορας, "Αν δεις τον κυρ-Αλέξανδρο η άλλη βιογραφία του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Εστία, 1991, Αθήνα.
Θέμελης Γιώργος, "Ο Παπαδιαμάντης καί ο κόσμος του", Εκδ.Διάττων, 1991, Αθήνα.
Ελύτης Οδυσσέας, "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Ύψιλον, 1996, Αθήνα.
Λορεντζάτος, Ζήσιμος: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Α΄. Πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, Μελέτες, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1994.
Λορεντζάτος, Ζήσιμος: Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Β΄, Μελέτες, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1994.
Νέα Εστία30, ετ.ΙΕ΄, Χριστούγεννα 1941, αρ.355.
Διαβάζω 165, 8/4/1987.
Τετράδια ευθύνης 15, 1981 [με τίτλο Μνημόσυνο του Αλεξ. Παπαδιαμάντη• Εβδομήντα χρόνια από την κοίμησή του].

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΧΑΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2010


Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου

Ανακαλύπτοντας μια διαφορετική, ίσως λιγότερο γνωστή στο ευρύτερο κοινό, εικόνα του Κούντερα, αυτή του δοκιμιογράφου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσωπική σχέση του συγγραφέα με το κείμενο δημιουργεί μια ευφάνταστη πραγματικότητα, συνώνυμη της μυθοπλαστικής του ικανότητας. Πραγματικά, ο αναγνώστης, μέσα από έναν πλούσιο και μεστό λόγο, έρχεται σε επαφή με ένα ταξίδι στον κόσμο των τεχνών. Η αισθητική του Κούντερα είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ιδιοσυγκρασίας και του βαθύτερου στοχασμού του. Γι’ αυτό εξάλλου καταπιάνεται σε αυτό τον τόμο με θέματα που τον αγγίζουν και τον εμπνέουν, όπως είναι η μουσική, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική και αναπόφευκτα η ποίηση και η πεζογραφία. Οι στοχασμοί του, ενσωματώνουν τη βαθιά κουλτούρα του, ενώ αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τα γραπτά του είτε συγγράφει κάποιο μυθιστόρημα, όπως έχουμε όλοι γευτεί, είτε μιλά για κάποιο αγαπημένο του θέμα, όπως εκείνος μοναδικά γνωρίζει.
Άλλωστε, η παιδεία του Κούντερα δεν εξαντλείται σε μία αδιάφορη παράθεση σκέψεων ή κριτικών, αλλά παραμένει μία ζωογόνος αφομοίωση των συγχρωτίσεών του με ένα ευρύ φάσμα διανόησης που μεσουράνησε τον αιώνα που μας πέρασε. Ο δυτικός κόσμος πραγματικά παρελαύνει με μία αδιόρατη λατρεία από το μυαλό του και μεταλαμπαδεύεται στους αναγνώστες του, ως ένα απλό και καθημερινό τετ-α-τετ. Επομένως, η συλλογή τόσο ετερόκλιτων δοκιμίων σε αυτόν τον τόμο δεν έχει αφετηρία μία θεωρητική προσέγγιση- άλλωστε δεν είναι κριτικός ο Κούντερα- αλλά ουσιαστικά συμπυκνώνει την αγάπη του για τις μορφές της τέχνης, τα βιώματά του από τις φιλίες και τις συζητήσεις του με όσους τον ενέπνευσαν και του προσέφεραν εφαλτήρια γραφής. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η υποκειμενική χροιά που κρύβουν αυτά τα δοκίμια δεν αποτελεί τροχοπέδη, αλλά αντιθέτως προσδίδει έναν προσωπικό χαρακτήρα στην εμβάθυνσή του, ή καλύτερα ακόμα, θα τονίζαμε ότι οι σκέψεις του αποκτούν ταυτότητα και ουσία. Με λιτές και απέριττες προσεγγίσεις, κατορθώνει να συγκεράσει τη διανόηση της Ευρώπης με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Εάν ο θεματικός πυρήνας δεν είναι και τόσο εμφανής, ωστόσο ενυπάρχει και είναι, όπως προαναφέρθηκε, η αγάπη του συγγραφέα για την τέχνη. Αλλά, βέβαια, πάντοτε υπάρχει και ο γενέθλιος τόπος που σημάδεψε τον εξόριστο διανοητή, να διατρέχει τα κείμενά του και να αφήνει τα ανεξίτηλα σημάδια του, είτε ως σκέψη, είτε ως νοσταλγία. Η δική του Πράγα, αναδύεται πάντοτε και πανταχού παρούσα, καθώς εξομολογείται τα χρόνια που πέρασαν.
Ενδεικτικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποιες θεματικές ενότητες με τις οποίες καταπιάνεται ο Κούντερα, ώστε να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται τη σκέψη του και αποκαλύπτει τις ιδέες του.
Στο λόγο του για τον Μπέικον, αυτό που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης είναι μια νεωτεριστική άποψη, όπου ο Μπέκετ, ο Πικάσο και ο εν λόγω ζωγράφος αλληλοσυμπληρώνουν μια εντελώς διαφορετική θέαση του κόσμου. Με πρωταγωνιστή, βέβαια, τον Μπέικον, ο Κούντερα επιθυμεί να διαγνώσει την παραμόρφωση της ύπαρξης και να προσδώσει στους πίνακες του εικαστικού αυτήν την περιθαύμαστη κατάπληξη που αισθανόμαστε όταν αγγίζουμε τα όρια της ζωής.
Στον Σελίν, πάλι, ο Κούντερα ανακαλύπτει έναν ψυχρά ρεαλιστή συγγραφέα. Ο κυνισμός υφέρπει στα μυθιστορήματά του, όχι ως απόηχος μιας ιδεολογικής προσέγγισης, αλλά ως ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Παρόλα αυτά, όμως, το βαθιά ανθρωπιστικό ιδεώδες του, όπως αυτό όμως ενυπάρχει στα γραπτά του και όχι στα προσωπικά του «πιστεύω», καθώς γνωρίζουμε όλοι την ιδεολογική του αφετηρία, είναι παρόν, προκειμένου να προσφέρει στον αναγνώστη ένα μνημειώδες έργο.
Από την άλλη πλευρά, όταν προσεγγίζει τη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, ο Κούντερα αποδίδει ένα σαφές προβάδισμα στον Ροθ, που γνωρίζει και γεύεται με έναν αξιομνημόνευτο τρόπο την τέχνη της γραφής σε όλο της το μεγαλείο, είτε αυτή είναι περισσότερο συντηρητική, είτε είναι μοντερνιστική. Ενώνει το χθες με το σήμερα και δημιουργεί το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα της αμερικανικής πραγματικότητας. Εντύπωση, βέβαια, δημιουργεί στον Κούντερα η έλλειψη ηρώων με απογόνους, αλλά ταυτόχρονα το εξηγεί, καθώς η τέχνη υποσυνείδητα ή ενσυνείδητα απεχθάνεται το μετά, θέλει να σφραγίζει τις πόρτες του αύριο και να ολοκληρώνει μέσα σε μία μονοπρόσωπη διάσταση το γίγνεσθαι της πλοκής. Με άλλα λόγια, οι ήρωες δεν τεκνοποιούν γιατί εξ ορισμού αποτελούν την αρχή και το τέλος της ιστορίας.
Κάπου εκεί ανάμεσα, ταξιδεύει μέχρι την Πράγα για να αποτίσει φόρο τιμής σε δύο ποιητές της, την Βέρα Λινχάρτοβα και τον Όσκαρ Μιλόζ, που κατά τον Κούντερα υπήρξαν ποιητές με δράση και ουσία, αλλά δεν αναγνωρίστηκαν από τους σύγχρονούς τους κριτικούς.
Ο διάλογος της τέχνης συνεχίζει την πορεία του με τη μουσική του Μπετόβεν, όπου ο Κούντερα ανακαλύπτει το όνειρο μιας καθολικής κληρονομιάς. Ενώ, αντίθετα, ο Ιάννης Ξενάκης αποτελεί γι’ αυτόν την άρνηση και το αντιθετικό πνεύμα που συμπληρώνει τον μουσικό κόσμο του.
Ταξιδεύοντας, παράλληλα, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, με μια απαράμιλλη φαντασία, ο κόσμος των υπερρεαλιστών βρίσκει έναν άξιο υποστηρικτή στην κινηματογραφική τέχνη του Φελλίνι. Με ονειροπόλο βλέμμα και ενάργεια, αποκαλύπτει το σύγχρονο κόσμο και δίνει μια άλλη διάσταση της «φωτογραφίας εν κινήσει». Ο Κούντερα τονίζει ιδιαίτερα την αξία του Φελλίνι, γιατί φαίνεται να εμπνέεται από τα έργα του και να αντιλαμβάνεται με την ίδια οπτική γωνία τους ήρωές του.
Εν τέλει ο Κούντερα, μέσα από έναν αλλοτινό κόσμο, και λόγω ηλικίας και λόγω ιδιοσυγκρασίας, επικοινωνεί με τους αναγνώστες του όχι τόσο για να κομίσει νέες ιδέες ή καινοτόμες προσεγγίσεις, αλλά για να εναποθέσει την κοφτερή ματιά με την οποία διακρίνει τον δυτικό πολιτισμό. Δεν μπορούμε να επιζητούμε από τον Κούντερα νεωτερισμούς, ούτε βέβαια να τον μεμφόμαστε για συντηρητισμό, καθώς είναι διεγνωσμένη η ταυτότητα και ο τρόπος σκέψης του. Αυτό που θα πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι με έναν εξαιρετικό τρόπο και άρα λογοτεχνικό, αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές της δυτικής κουλτούρας και καταθέτει με καθαρότητα και σαφήνεια την προσωπική του σφραγίδα. Άλλωστε ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο αβάσταχτη ελαφρότητα κρύβει το είναι μας και τι πραγματικά είμαστε.
Δε θα ήθελα επουδενί να απεμπολήσω την ευκαιρία να μιλήσω και για τον μεταφραστή του έργου. Ο Γιάννης Χάρης σηματοδοτεί για τον Κούντερα μια γλωσσική αναγέννηση για τα ελληνικά δεδομένα, όπου με τον πιο απλό και ευκρινή τρόπο κατορθώνει να καταστήσει τον Τσέχο συγγραφέα οικείο στον αναγνώστη. Θα τολμούσα να πω ότι είναι το ελληνικό alter ego του Κούντερα, αφού μπορεί και δημιουργεί κείμενα τόσο γλαφυρά, τόσο συμπαγή και τόσο έξυπνα με μια ρέουσα, άψογη γραφή, ενώ παράλληλα αξιοποιεί στο μέγιστο το οποιοδήποτε παιχνίδισμα που ο συγγραφέας προβάλλει, ώστε να γίνεται ο λόγος- είτε μυθιστορηματικός, είτε δοκιμιακός- ένα ευχάριστο και απολαυστικό ανάγνωσμα.

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...