Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)



ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


Θάλασσα… Μια παρουσία ζωντανή, έντονη, ριζωμένη στην ψυχή και το ήθος του λαού μας. Αυτή τη θαλασσινή φύση του Έλληνα έχουν πολλοί λογοτέχνες περιγράψει, υμνήσει, τραγουδήσει… Κανένας, όμως, δεν έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με τις θαλασσινές εικόνες και τη ναυτική ζωή, κανένας δεν έχει αναπτύξει τέτοια σχέση ερωτική με τη θάλασσα, όσο ο ποιητής Νίκος Καββαδίας.Ο "Κόλιας" πάντα με συνέπαιρνε με την ποίηση του και τους στίχους του σε χώρες αλαργινές. Τόποι παράξενοι κι απόκοσμοι. Μ'ένα γλωσσάρι ναυτικό διάβαζα τα κείμενά του, άναβα μια πίπα και ταξίδευα μαζί του, μιας κι η θάλασσα παραμένει και για μένα αγάπη αλλόκοτη.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Nικόλσκι Oυσουρίσκι, μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας. Όταν έγινε τεσσάρων ετών, η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Μαντζουρία, λόγω της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης και να εγκατασταθεί στην Κεφαλονιά κι αργότερα στον Πειραιά. Εκεί, ο Νίκος Καββαδίας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μαγεία του υγρού στοιχείου, ταξιδεύοντας με τον πατέρα του, που στο μεταξύ είχε χάσει την περιουσία του και εργαζόταν ως τροφοδότης σε πλοία συγγενών.
Η κλίση του στη συγγραφή εκδηλώνεται πολύ νωρίς. Στο διάστημα 1921-1932 ο Νίκος Καββαδίας κάνει τα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα, δημοσιεύοντας κάποια πρωτόλειά του, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βλαχάλας.
Η πρώτη του επίσημη, όμως, εμφάνιση στο λογοτεχνικό στερέωμα της εποχής, γίνεται με την ποιητική συλλογή Μαραμπού, στα 1933. Το Μαραμπού τυγχάνει θερμής υποδοχής από τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, που παραδέχεται ότι ο νεαρός Νίκος Καββαδίας φέρνει νέα πνοή στην ελληνική ποίηση. Ο ίδιος ο Φώτος Πολίτης, στην πρώτη σελίδα της Πρωίας μιλά για τον Νίκο Καββαδία με τέτοιον τρόπο, ώστε συμβάλει αποφασιστικά στην ευρύτερη διάδοση και αποδοχή του νεαρού ποιητή. Πρόκειται, πράγματι, για μια συλλογή ποιημάτων, όπου αποτυπώνεται με τον πιο επιτυχημένο τρόπο η πρώτη επαφή του ποιητή με τη θάλασσα. Αυτή είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ο ποιητής επιλέγει να ζωγραφίσει όλα εκείνα που τον παθιάζουν, τον συνεπαίρνουν, τον πονούν. Οι στίχοι του χαρακτηρίζονται από την μία πλευρά από τη φρεσκάδα, την αθωότητα, τον ενθουσιασμό που προκαλεί η γνωριμία με τους γαλάζιους πόντους και από την άλλη αποπνέουν μιαν αδιάκοπη αναζήτηση της έντασης, του κινδύνου και της περιπέτειας. Αυτή η μέθη της περιπέτειας διαπερνά το είναι του και μετουσιώνεται σε ποιητική γραφή, κάνοντας τον αναγνώστη περισσότερο να νιώσει, παρά να αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες και τις σκληρές συνθήκες της ζωής στα καράβια. Μέσα στις αυτοτελείς ιστορίες του Μαραμπού παρελαύνουν ως πρωταγωνιστές όλοι οι αυθεντικοί εκείνοι άνθρωποι που συγκίνησαν τον ποιητή, όλοι οι βασανισμένοι, όπως ο πιλότος Νάγκελ, οι περιθωριοποιημένοι, όπως ο Γουίλλη, ο νέγρος θερμαστής, η πόρνη Gabrielle Didot. Παρελαύνει, όμως, και η ίδια η ψυχή του Νίκου Καββαδία, που προφανώς βρίσκει στο βιωματικό του γράψιμο το πεδίο που αναζητά για να εξωτερικεύσει τους προβληματισμούς, τη σκοτεινιά και τον πόνο της, όπως συμβαίνει στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα και στο Μαχαίρι, όπου ο εξομολογητικός τόνος και η υπόγεια μελαγχολία του ποιητή δονούν την ψυχή του αναγνώστη περισσότερο κι από την πιο δυνατή κραυγή αγωνίας: Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο/ που ιδιοτροπία μ’ έκανε και το ‘καμα δικό μου/ Κι αφού κανέναν δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω/ φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου.
Φαίνεται ότι ο Νίκος Καββαδίας δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να εξασφαλίσει τη φήμη του στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας• γι’ αυτό και αντί να παραμείνει στην πρωτεύουσα και να απολαύσει την αποδοχή και το θαυμασμό, στρέφεται προς αυτό που τον κυριεύει ολοκληρωτικά: μπαρκάρει ξανά. Τα ταξίδια του διακόπτονται κατά το διάστημα 1939- 1945, οπότε και ο ποιητής επιστρατεύεται και πολεμά στο αλβανικό μέτωπο και στη συνέχεια ζει τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης στην Αθήνα. Ωστόσο, και κατά το διάστημα αυτό ο Νίκος Καββαδίας δε σταματά να γράφει και να αγωνίζεται με την πένα του. Γράφει αντιστασιακά ποιήματα, τα οποία δημοσιεύονται υπό το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι», μεταφράζει μαζί με τον Β. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νιλ με ήρωες ανθρώπους του λιμανιού και στα 1945, ενώ περιμένει να ξαναμπαρκάρει, συνεργάζεται με τον Δ. Φωτιάδη στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Εκεί είναι που δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, και το ποίημά του Federico Garcia Lorca, εμπνευσμένο από το θάνατο του Ισπανού ποιητή, τον οποίο δολοφόνησαν οι φασίστες του Φράνκο.
Μπαρκάρει ξανά τον Οκτώβριο του 1945 και δημοσιεύει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή τον Ιανουάριο του 1947. Το Πούσι, όμως, δεν έτυχε αντιμετώπισης αντίστοιχης με εκείνη του Μαραμπού. Κι αυτό γιατί ο Νίκος Καββαδίας επιλέγει να μη συμπεριλάβει τα πολιτικά του ποιήματα στην ποιητική αυτή συλλογή, κάτι που προκαλεί επικρίσεις. Ο Αιμ. Χουρμούζιος, μάλιστα, τον κατηγορεί μέσα από τις σελίδες της Νέας Εστίας για έλλειψη ήθους.
Ωστόσο, το Πούσι είναι αναμφισβήτητα μια ποιητική συλλογή σαφώς πιο ώριμη από το Μαραμπού. Οι αυξημένες εμπειρίες του ποιητή από τα λιμάνια και τα καράβια, καθώς και η συμμετοχή του στον πόλεμο και την αντίσταση έχουν αφήσει το στίγμα τους και στην ποιητική γραφή του Νίκου Καββαδία. Ο στίχος του γίνεται πλέον υπαινικτικός, ασκώντας στον αναγνώστη τη γοητεία που ασκούν όλα εκείνα που δεν αντιλαμβάνεται πλήρως, όλα εκείνα που ξεφεύγουν από το καθημερινό. Στο Πούσι δεν υπάρχει πια ο ευθύς και ξεκάθαρος αφηγηματικός τρόπος του Μαραμπού• ο Νίκος Καββαδίας δεν αφηγείται πλέον συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή στα καράβια, εναλλασσόμενα με αναμνήσεις και διαβάσματα. Το εννοιολογικό περιεχόμενο των ποιημάτων του περιορίζεται και στόχος του ποιητή γίνεται πλέον η μετάδοση σκέψεων, συναισθημάτων και ψυχικών διαθέσεων μέσα από εικόνες έντονες και λόγο μουσικό και υποβλητικό, μέσα από έναν λόγο απολύτως εναρμονισμένο με τον ψυχισμό του ποιητή, δηλαδή. Άλλωστε και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί βρίθει από ναυτικές ορολογίες, που δυσκολεύουν τον αναγνώστη να καταλάβει επακριβώς το νόημα των γραφομένων, μα σε καμία περίπτωση δεν στέκεται εμπόδιο στη συγκίνηση και το πάθος που νιώθουμε όλοι μας διαβάζοντας τους στίχους του Kuro Siwo, του Καραντί, του Σταυρός του Νότου και των υπολοίπων ποιημάτων της συλλογής αυτής.
Η αμεσότητα και η συνοχή των ποιημάτων εξασφαλίζονται και από την κυριαρχία του δεύτερου γραμματικού προσώπου: κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ή τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα. Παράλληλα, η επιστολική μορφή των ποιημάτων, που ενισχύεται από τις αφιερώσεις οι οποίες προτάσσονται σχεδόν όλων των ποιημάτων, προσδίδουν μια αίσθηση οικειότητας στην ποιητική αυτή συλλογή.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Νίκος Καββαδίας θα δει να επανεκδίδονται τα έργα του, θα δει να εκδίδεται η Βάρδια, πεζογράφημα που- σύμφωνα με τη Libaration- κατατάσσεται ανάμεσα στα εκατό καλύτερα βιβλία στην Ευρώπη, θα ζήσει την επιβράβευση και την αναγνώριση, αλλά και θα βιώσει μια οικογενειακή τραγωδία, που τον σημαδεύει τόσο, ώστε εγκαταλείπει προσωρινά το γράψιμο. Ωστόσο, δε σταματά τα ταξίδια. Ταξιδεύει, σχεδόν αδιάκοπα, έως λίγο πριν το θάνατό του. Περιμένοντας για άλλη μια φορά να μπαρκάρει, το Μάρτιο του 1974, επεξεργάζεται τα ποιήματά του, αλλά διατυπώνει και την ανησυχία του ότι δε θα προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Φαίνεται ότι έχει ήδη προαισθανθεί το τέλος…
Ο Νίκος Καββαδίας πέθανε το Φεβρουάριο του 1975. Λίγο καιρό αργότερα τυπώνεται το Τραβέρσο, ποιητική συλλογή, όπου η γραφή του ποιητή γίνεται πιο βαθειά, πιο διεισδυτική, πιο οξεία. Με φόντο πάντα την παρακμή σκιαγραφείται πάντα ο άνθρωπος: μοναχικός, μελαγχολικός, απελπισμένος. Ο άνθρωπος του περιθωρίου, αυτός που ζει στα όρια της ύπαρξής του… Ίσως γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι ηρωοποιεί τους απόβλητους της κοινωνίας. Ίσως γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καταραμένος Έλληνας ποιητής». Ίσως, πάλι, γι’ αυτό να είναι τόσα χρόνια μετά το θάνατό του ο δικός μας ποιητής, ακόμα κι αν δεν τον κατανοούμε πλήρως…






Kuro Siwo

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Αλλά και το Γράμμα σ'ένα ποιητή είναι απ'αυτά που μπορούν να συγκινήσουν,ειδικά σ'αυτή την μελοποιημένη εκδοχή.




Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ΄ αυτές απλά να σε σύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ΄κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες τ ΄αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...