Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Γιάννης Ρίτσος 1909 - 1990


Επιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου


Η αξία ενός μεγάλου ποιητή καθορίζεται από πολλά στοιχεία, κυρίως όμως από την υστεροφημία των πονημάτων του. Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής, όχι μόνο γιατί μας κληροδότησε ένα τόσο εκτενές και εμπνευσμένο έργο, όσο γιατί σημάδεψε με τη ζωή του, τις αγωνίες και την στράτευσή του ολόκληρο τον εικοστό αιώνα.Υπήρξε ένας ποιητής που δήλωνε πάντοτε παρών στους μεγάλους αγώνες ενός ταλαιπωρημένου λαού. Ύμνησε τον απλό άνθρωπο με μια εκφραστική και ευαίσθητη γλώσσα, εξομολογήθηκε με επιμονή στη λεπτομέρεια τους πόνους, τις θλίψεις και τις κακουχίες που τον σημάδεψαν, εξέφρασε το όραμα μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η στράτευσή του υπήρξε το εφαλτήριο της έμπνευσής του ή ο εγκλωβισμός του σε ένα ιδεολογικοπολιτικό μοτίβο.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, δε θα πρέπει να τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, αλλά να του αποδώσουμε την τιμή που πρέπει σε έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ψυχή τε και σώματι γι’ αυτά τα οποία πρέσβευε. Η γλώσσα και το ύφος του ήταν τα «εργαλεία» για να εκφράσει κάθε του ένσταση και μέσα από μια ποικιλία εκφραστικών μέσων να αποδώσει τις υπαρξιακές του αγωνίες.
Σύμφωνα με τις νεότερες κριτικές, αναγνωρίζουμε έξι φάσεις της ποιητικής του διαδρομής: Στην πρώτη φάση (1926- 1936) εκδίδει τη συλλογή του Τρακτέρ, όπου διαφαίνεται το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του επαναστατημένου νέου. Ακολουθούν οι Πυραμίδες, μια συλλογή που εμπνέεται από τον καρυωτακισμό και το μαγιακοφσκικό φουτουρισμό. Η περίοδος αυτή κλείνει με μια παραδοσιακή σε σχήμα και μορφή συλλογή, τον Επιτάφιο. Διακατέχεται από έντονη απαισιοδοξία, επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής αλλά και από τις προσωπικές του περιπέτειες υγείας:

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…
(Επιτάφιος)

Η δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής (1937- 1943) σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη της παραδοσιακής ποίησης, την αποδοχή του ελεύθερου στίχου και την ενσωμάτωση στο έργο του στοιχείων του υπερρεαλισμού και του συμβολισμού. Στις συλλογές που γράφονται: Ο Ξένος, Το τραγούδι της αδερφής μου, Εαρινή συμφωνία, Το εμβατήριο του ωκεανού, Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής και Η δοκιμασία αναγνωρίζουμε τον πηγαίο λυρισμό και την υπαινικτική έκφραση που θα γίνουν στοιχεία χαρακτηριστικά όλων των περαιτέρω ποιημάτων του. Στις εκτενείς αυτές συλλογές, επιδιώκει να εκφράσει την εσωτερική του κατάσταση, τα βιώματά του και να μεταπλάσει όλο το είναι του σε ποίηση:

Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω
κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
(Εαρινή Συμφωνία)

Η επόμενη φάση βρίσκει τον ποιητή στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου (1944- 1955). Η ζοφερή εικόνα που περιβάλλει την Ελλάδα δημιουργεί και την βαριά ατμόσφαιρα που καθορίζει τις ποιητικές του ανησυχίες. Στις συλλογές που εκδίδει (Ρωμιοσύνη, Η Κυρά των αμπελιών, Οι γειτονιές του κόσμου, Καπνισμένο τσουκάλι, Ανυπότακτη πολιτεία, Το ποτάμι κ’ εμείς, Πρωινό άστρο) διακρίνουμε τη στοχαστική διάθεση του ποιητή, την αγάπη του για το ελληνικό τοπίο, την επαφή του με την ιστορία και την παράδοση. Το ύφος του γίνεται περισσότερο αφηγηματικό, εκφράζοντας έτσι εντονότερα την εξομολογητική του διάθεση και τα όνειρά του για το μέλλον. Η θλίψη, ο πόνος και η δυστυχία των πολέμων βρίσκουν ως αντιστάθμισμα ένα επαναστατικό όραμα που επιθυμεί να εκφράσει, αλλά θα κάνει πράξη κυρίως στα επόμενα ποιητικά του μονοπάτια.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα
είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα
για να βρεις λίγο χώρο ν’ απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα
το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος- βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε.
(Καπνισμένο τσουκάλι)

Η τέταρτη φάση (1956- 1966) θεωρείται η πιο δημιουργική και ποιοτική περίοδος του ποιητή, καθώς εκδίδει τη συλλογή Τέταρτη Διάσταση στην οποία αναμετράται με τον ψυχικό του κόσμο και χάρη στην οποία ο ποιητής κερδίζει το 1956 το κρατικό βραβείο ποίησης για το ποίημα Η Σονάτα του Σεληνόφωτος. Η εσωτερική βίωση των πραγμάτων, η υπαινικτικότητα και η ευαισθησία του ποιητή είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν τη συγκεκριμένη συλλογή. Ταυτόχρονα οι ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις που δημιουργούνται στον αριστερό χώρο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίησή του. Επίσης, την ίδια περίοδο εκδίδει ποιήματα με πυκνό, λιτό και επιγραμματικό χαρακτήρα, όπου η μνήμη, η φθορά και ο θάνατος καθορίζουν τις συντεταγμένες:

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει-
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

(Η Σονάτα του Σεληνόφωτος)

Η επόμενη φάση (1967- 1971) βρίσκει τον ποιητή περιορισμένο στο Καρλόβασι της Σάμου να γράφει μικρά και περιεκτικά ποιήματα, ως αντίσταση στη δικτατορία: Πέτρες- Επαναλήψεις- Κιγκλίδωμα, Χειρονομίες, Διάδρομος και σκάλα, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη.
Η τελευταία φάση της ποιητικής παρουσίας του Γιάννη Ρίτσου περικλείεται στην ποιητική συλλογή Γίγνεσθαι. Πρόκειται για ένα καθαρά αυτοβιογραφικό θεματολόγιο, όπου ο κουβεντιαστός λόγος ανασύρει τις παιδικές μνήμες του ποιητή, εκφρασμένες με αισθησιασμό και λυρισμό. Οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές και οι εικόνες δημιουργούν ένα πολυσύνθετο σχήμα μιας νοσταλγικής πορείας κι ενός έντονα παρηγορητικού λόγου. Οι πολύχρονες εξορίες, η απόρριψη μεγάλου μέρους της ποίησής του από τους κριτικούς, η απογοήτευση από τις προσωπικές του κακουχίες, οι ματαιώσεις από τα ιδεολογικά του πιστεύω αποτελούν τις δημιουργικές του εμμονές και τις κυρίαρχες πηγές έμπνευσής του μέχρι το τέλος:

Είμαι κι εγώ απ’ την ίδια ράτσα, επιμένω, δεν το βάζω κάτω.
Είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους
είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα
είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία
είπα στους νεκρούς: περιμένετε, τίποτα δεν τελειώνει.
(Γκραγκάντα)

Ο Ρίτσος εν τέλει υπήρξε ένας ασυμβίβαστος ποιητής σε ένα συμβιβασμένο τοπίο. Πίστεψε όσο κανείς σε μια ουτοπία, σε μια επανάσταση, γιατί ήθελε να ξεχωρίζει. Μέσα από το έργο του ένιωσε την πληρότητα και την ευδαιμονία. Η ζωή του χάρισε ελάχιστες χαρές, όμως η εσωτερική του ευτυχία, η ικανοποίηση από αυτό που πίστευε, του πρόσφερε μια θέση αναγνώρισης και αποδοχής, κυρίως μετά θάνατον. Η αδιαφιλονίκητη, πλέον, αξία του χάρισε σε μας τη μοναδικότητα του έργου του και την ειλικρινή αγάπη του για την Ελλάδα και τον άνθρωπο. Άλλωστε, καλύτερα απ’ όλους το είπε ο ίδιος σ’ ένα εκδοθέν μετά θάνατον έργο του:

Πόσους θανάτους στοιχίζει η αθανασία
κι αυτή μετά θάνατον…




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Περιοδικό Νέα Εστία, τ. 1547, Δεκέμβριος 1991.
Περιοδικό Η λέξη, τ. 182, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2004.
Διεθνές συνέδριο ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη/ Κέδρος, Αθήνα 2008.
Αγγελική Κώττη, Γιάννης Ρίτσος, (αναθεωρημένη έκδοση), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009.
Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2000.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
Α.Γεωργιάδου, Νεοελληνική λογοτεχνία ποίηση Γ΄Ενιαίου Λυκείου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ποιητική Λογιστική

(Στη μνήμη του Ν. Εγγονόπουλου) Αγουροξυπνημένος ο ουρανός αποζητά μια πρωινή ρουφηξιά. Τα ψηφία κατρακυλούν κι οι δείκτες μουντοί, καθηλωμέ...