Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΠΕΛ ΕΠΟΚ ΚΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Eπιμέλεια: Άλκης Παναγιώτου

Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται χρονικά από το 1880 έως και το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Μετά το 1910, η Ευρώπη εισέρχεται σε μια ασταθή πολιτικά και κοινωνικά εποχή.
Η Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα η Αθήνα, παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αφουγκράζεται τα γεγονότα και κατευθύνεται από τις επιταγές κυρίως της παρισινής τάσης. Βεβαίως, η τριακονταετία αυτή, για την Ελλάδα, δεν έχει ιδιαίτερες πολιτικές και στρατιωτικές ζυμώσεις. Αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο του 1897 που σκορπά την απογοήτευση στα πλήθη, η ατμόσφαιρα στην αστική τάξη των Αθηνών είναι μάλλον εορταστική. Η Αθήνα, με τους 167.000 κατοίκους, είναι πλέον μια μεγαλούπολη που γίνεται ο άμεσος αποδέκτης του ευρωπαϊκού κλίματος, αλλά ταυτόχρονα στέκεται ισάξια, ως ανταγωνίστρια των ευρωπαϊκών πόλεων. Οικοδομείται, ηλεκτροφωτίζεται, ρυμοτομείται και ασφαλτοστρώνεται. Περνά σιγά-σιγά από την αγροτική στην αστική φάση. Έρχονται τα πρώτα αυτοκίνητα, χτίζονται σπουδαία νεοκλασικά κτίρια, όπως η Ακαδημία Αθηνών και η Εθνική Τράπεζα. Η μεγαλύτερη, βέβαια, ευκαιρία για την ανάπτυξη της πόλης είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Οι υπερπροσπάθειες σε όλους τους τομείς να εξευρωπαϊστεί το νεοπαγές κράτος και να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς τους επισκέπτες του είναι εμφανείς.
Οι κάτοικοι της πόλης διακατέχονται κυρίως από αισθήματα ρομαντισμού, νοσταλγίας και ερωτισμού. Αρέσκονται να περπατούν στις λεωφόρους, να συναντούν γνωστούς τους, να απολαμβάνουν τα ηλιοβασιλέματα στο Ζάππειο, να τραγουδούν κάτω από τις αυλές των σπιτιών, να διοργανώνουν χορούς, να διασκεδάζουν με κάθε τρόπο. Χωρίς να αποτελεί κακέκτυπη μίμηση, η αστική Αθήνα μοιάζει σαν μια μικρογραφία του Παρισιού.
Η άλλη όψη, βέβαια, υπάρχει και πάντοτε θα υπάρχει. Η επαρχία είναι κλεισμένη στο μικρόκοσμο της αγροτικής υπαίθρου. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι εντελώς ξένες προς αυτές που περιγράψαμε. Όμως και η ίδια η Αθήνα, λίγο πιο έξω από το ιστορικό κέντρο, παρουσιάζει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Χαμόσπιτα σε φτωχογειτονιές, λασπόδρομοι και άθλιες συνθήκες διαβίωσης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ροΐδης «αθηναϊκά κοπροχώρια», κλείνουν μέσα τους κουτσαβάκηδες, πένητες, αλλά και υπόκοσμο, λωποδύτες και παρανόμους. Έτσι, ταυτόχρονα συνυπάρχουν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που γνωρίζει η καθεμία τη θέση της, αλλά και δεν την εμποδίζει τίποτα στο να διασκεδάζει και να γεύεται τις χαρές της ζωής και του έρωτα.
Οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων φιλοξενούν άρθρα και κείμενα λογοτεχνών, χαρακτηριστικά δείγματα της εποχής. Τα κείμενα αυτά, τόσο ποιητικά, όσο και πεζά, αναπαράγουν την καθημερινότητα. Το γλωσσικό τοπίο στο οποίο βαδίζουν συντίθεται και από την καθαρεύουσα και από τη δημοτική, καθώς βρισκόμαστε στο μεταίχμιο των αλλαγών. Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα και επιμειξία δημιουργούν μια εικόνα κειμένων που κάποιες φορές προκαλούν με το στόμφο τους και ξενίζουν με την ορθογραφική τους επιλογή. Υπάρχουν διάφορες σχολές και ρεύματα, που εκπροσωπούνται επάξια την εποχή αυτή, όμως εμάς θα μας απασχολήσουν τα κείμενα που καταγράφουν το κλίμα και το πνεύμα της Μπελ Επόκ. Σε συνδρομή προς τα ελληνικά πονήματα, προστίθενται και όσα μεταφράζονται από τη Γαλλία, κυρίως, για να εκφράσουν εντονότερα το κίνημα αυτό. Κείμενα όπως η Νανά του Ζολά, εμποτισμένα από το Νατουραλισμό που διακατέχει τα ευρωπαϊκά γράμματα της εποχής, διαχέουν απλόχερα την έμπνευσή τους στην νεοελληνική πεζογραφία. Ο Πλάτων Ροδοκανάκης ένας από τους κυριότερους εκφραστές του αισθητισμού μάς μυεί στη γλώσσα και το ύφος της «Ωραίας Εποχής» γεμάτης ερωτισμό και λυρικότητα:
Το βυσσινί τριαντάφυλλο
Ξημέρωμα…
Ω βραδιά αλησμόνητη! Κάθε αστέρι σου και μια καινούργια νότα των ερωτικών μου τραγουδιώνε, κάθε αχτίδα του φεγγαριού σου και ένα μαγεμένο δάχτυλο επάνω στης ψυχής μου τις χορδές. Ήτανε η βασίλισσα μεσ’ στις κερένιες ομορφιές των κοριτσιών. Με τι χάρη το χαμόγελό της μοιραζότανε σα νέκταρ στις ματιές που το ρουφούσαν με ηδονισμό. Και ο χορός της; Όπως η πεταλούδα φέρνεται επάνω από τους ανθούς, έτσι στο γλυστερό παρκέτο εβαλσάριζε μαζύ μου, σαν αυτοκρατόρισσα που τρέμει μη της πέση το διάδημα. Έπειτα βγήκαμε στον κήπο κάτω από τις πορτοκαλιές χρωματισμένες με ενετικούς φανούς, και χωρίς να το θέμε περιπλανηθήκαμε σε μαύρες, έρημες γωνιές. Στο στόμα μου γυρμένη, άνοιξε τη φιλντισένια της βεντάγια, έτσι για να μη μας βλέπουν οι σκιές… την ίδιαν ώρα που της νύχτας η ιέρεια τους πέπλους της τους άσπρους σέρνοντας, ακούμπαγε στην κόχη του βουνού ένα μεγάλο κάτοπτρο από πυρακτωμένο μέταλλο, κ’ έπλεκε τις χαλκές πλεξίδες της πριν πέση στου ωκεανού την αγκαλιά να κοιμηθή.
O δημοσιογραφικός λόγος, χρονογραφήματα, ευθυμογραφήματα, καθώς και μυθιστορίες σε συνέχειες των εφημερίδων γίνεται ο εύκολος τρόπος, ώστε οι πολίτες να γευτούν τα νοσταλγικά πάθη και το ρομαντισμό που αποπνέουν τα γαλλικά πρότυπα. Η Αθήνα αναπαράγει μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή τον πλούσιο συναισθηματικά βίο της, με στοιχεία υπερβολής και εξιδανίκευσης , χωρίς βεβαίως να συνοδεύεται απαραιτήτως και από αξία διαχρονική.
Ο Μπάμπης Άννινος, δημοσιογράφος και λογοτέχνης της περιόδου, αναφέρει χαρακτηριστικά:
Αθήνα μου, Αθήνα ξακουσμένη,
που είσαι πρώτη στον κόσμο πολιτεία,
Αθήνα, που σε χαίρονται οι ξένοι,
κι όχι οι ντόπιοι, που παν’ στην Ελβετία.
Στους δρόμους πουθενά δεν βλέπω ρύπους,
ολούθε βασιλεύει η αρμονία,
μυρίζουνε τα ρόδα εις τους κήπους
και οι αρβύλες εις τα καφενεία…
Στην εξοχή δεν φαίνεται ρουθούνι,
Στην Αλυσίδα πέσανε τα φόντα!
Να και στο Φάληρο ένα μπαρμπούνι,
γραμμένο εις την λίστα τρεις κι ογδόντα!
Σε ένα άλλο ευθυμογράφημα βρίσκει την ευκαιρία να διαπιστώσει την εξέλιξη των συγκοινωνιακών μέσων και ιδιαιτέρως του τραμ, που πλέον δεν το σέρνει το συμπαθές τετράποδο, αλλά ο ηλεκτρισμός:
Βεβαίως είνε ευγενές το αίσθημα της προστασίας των ζώων, το υπαγορεύσαν την σύστασιν κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους διαφόρων φιλοζωικών εταιρειών εις τας πεπολιτισμένας χώρας και την ίδρυσιν προσέτι ειδικών ασύλων δια τα πάσχοντα ή γεγηρακότα κτήνη, ένθα φευ! δεν ηδυνήθησαν να εύρουν περίθαλψιν αι ταλαιπωρημέναι και κατεσκληκυίαι αγέλαι των αοιδίμων αλόγων του ιδικού μας τροχιοδρόμου, αι ευρούσαι την ανάπαυσιν μόνον χάρις εις τον ηλεκτρισμόν…
Οι Αθηναίοι, όπως προαναφέραμε, έβρισκαν μεγάλη ευχαρίστηση στους περιπάτους και στις κοσμικές συναντήσεις. Ολόκληρη η πόλη αναδύει λυρισμό και συνεπαίρνει τον Παύλο Νιρβάνα στο ποίημά του:
Αττική
Δε σε σκεπάζει, ω Αττική, βαριά χλαμύδα εσένα,
το δάσος το βαθύσκιωτο. Γυμνά τα θεία σου μέλη,
μαστοί, λαγόνες, γλαφυρές, σφυρά, κάλλη γραμμένα.
Και στάζει από τα χείλη σου του Υμηττού το μέλι.
(Εκλεκταί Σελίδες)
Παράλληλα, ο Νικόλαος Σπανδωνής, δημοσιογράφος, πρωτοπόρος, με ποικίλη δράση, στο τρίτομο έργο του με τίτλο Η Αθήνα μας παρουσιάζει χαρακτηριστικά το προφίλ της καινούριας πόλης που μεταμορφώνεται, αναφορικά με την παρουσία και το ήθος της, σε μια ευρωπαϊκή:
Η μεσημβρία επλησίαζε και ο ήλιος κατακορύφως ρίπτων τας ακτίνας του κατεπυρπόλει την προ του Πανεπιστημίου πλατείαν και τη ευρείαν λεωφόρον. Το λευκόν και καταυγάζον φως αυτού προσέδιδεν εις τα φωτιζόμενα αντικείμενα όψιν όλως παράδοξον, ήτις εις τα όμματα του νεοφερμένου εφαίνετο όλως φανταστική. Επί του λευκού, ως πεπυρακτωμένος σίδηρος ουρανού διεγράφοντο εις φανταστικώς αμαυρά σχήματα αι πάγκαλοι γραμμαί του Πανεπιστημίου. Οι αποχρύσωθέντες εκ του καιρού ιππόγρυφοι των ακρωτηρίων αυτού παρίσταντο μεγεθυνόμενοι, λαμβάνοντες στάσιν προς πτήσιν προ των εκθαμβωθέντων οφθαλμών του νέου μας, ενώ η δεξιόθεν οικοδομουμένη έτι Ακαδημία με τους μαραμαρίνους τοίχους της και τους παρθένους έτι σωρούς των μαραμάρων της εφαίνετο, ως μεγάλη και ατελεύτητος εστία φωτός προχεομένη εκ γιγαντώδους χοάνης. Η λεωφόρος, πλατεία, ατελεύτητος, λευκή γραμμή, και μόνη ίσως μικρά των οφθαλμών του ανάπαυλα συνήντα το κομψόν πευκόφυτον αλσύλιον του μνημείου των Ιερολοχιτών.
Η εύθυμη και ενθουσιαστική πλευρά της ζωής μεταδίδεται σαν επιδημία και εκδηλώνεται με κάθε δυνατό τρόπο, καθώς όποιος αγαπά τραγουδά ως άλλος τροβαδούρος στην αγαπημένη του. Ο Ι. Πολέμης μας αναφέρει για τα νυχτερινά άσματα των δρόμων:
Το παλιό βιολί
Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ’ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη,
για να δη περήφανο τι πουλί είν’ αυτό,
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη,
ως κι ο γκιώνης, τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει, ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν’ αναστενάζη.
[…]
Ο εκδηλωθείς ερωτισμός, μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου ρομαντισμού, επιτάσσει όλη η πλάση να συγκινείται από τα αισθήματα και τα πάθη των ανθρώπων. Ο Γ. Δροσίνης, στη συλλογή του Ειδύλλια παρουσιάζει το πνεύμα αυτό, σύμφωνα πάντα με τα ήθη της εποχής:
Ο ταμπουράς
Λάλει, καημένε ταμπουρά, τραγούδια της αγάπης,
τραγούδα όλες τις όμορφες και τις χαριτωμένες,
τραγούδα τις μελαχρινές και τις μαυροματούσες,
πόχουν τα μάτια τα γλυκά, τα φρύδια τα γραμμένα,
πόχουν τον ήλιο στα μαλλιά, την άνοιξη στα χείλη,
τραγούδα τις βεργόλιγνες και τις καμαρωμένες,
πόχουν αρχόντισσας κορμί και ρήγισσας καμάρι,
τραγούδα και τις παχουλές κι’ εκείνες τις κοντούλες,
π’ όλο φουντώνουν σα μηλιές τα μήλα φορτωμένες
(…)
Οι νέοι και οι παλαιότεροι συμμετέχουν σε χοροεσπερίδες και κοσμικές εκδηλώσεις, όπως επιβάλλει η μόδα, είτε αυτό είναι ευχάριστο, είτε ανιαρό. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, με τον καυστικό του τρόπο, σατιρίζει αυτό το γεγονός στην κοινωνία της Σύρου, που δε διαφέρει παρά ελάχιστα από την αστική της Πλάκας. Στο έργο του Ψυχολογία Συριανού Συζύγου αναφέρει:
Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ’ ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήση ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκομοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ή άλλον καταστηματάρχην. Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε συμβαίνει εις την Σύρον τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας επερίμεναν εις την έξω θύραν με σημειωματάριον εις την χείρα και ανέβαινον κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν. Όταν εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας της οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την ετοιμότητα, με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά εν βλέμμα και εν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε χωρίς διαλείμματα καθ’ όλην την διάρκειαν της εσπερίδος. Μόνον δι’ εμέ δεν επερίσσευε τίποτα, αν και την έφεραν δύο ή τρεις φοράς πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού. Μη έχων διάθεσιν να χορεύω και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην είς τον τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, της οποίας με ήρεσκεν πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον κάλλος, αλλ’ η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής αξιώσεως και φιλαρεσκείας. Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις συνέβαινε να εύρη χορευτήν…
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, πέρα από την αστική τάξη, που διαμορφώνεται κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, υπάρχει και ο κόσμος των λαϊκότερων στρωμάτων, που επιθυμεί να παρεμβαίνει στα δρώμενα. Ένα χρονικό της εποχής μας πληροφορεί ότι ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, η Αστυνομία ήθελε να επιβάλλει «την τάξιν» και δεν υπήρχε άλλος τρόπος, παρά η παρότρυνση «προς την φιλοτιμίαν». Έτσι, σε συμβούλιο αστυνόμων και ληστών συμφωνήθηκε, με ευθύνη των δεύτερων, να μην κλαπεί ούτε μαντήλι, ώστε να περιφρουρηθεί η ελληνική αξιοπρέπεια, έναντι των Ευρωπαίων επισκεπτών της.
Οι κουτσαβάκηδες, όμως, οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες, καθώς και ο υπόκοσμος, είχαν κι αυτοί ανάγκη στη διασκέδαση, στη μέθεξη της χαράς και της άμβλυνσης της σκληρής πραγματικότητας. Ο Ι. Καμπούρογλου παροτρύνει και νουθετεί στο Επικούρειον :
Επικούρειον
Χαρητε, φίλοι, τη ζωή, πριν η ζωή σας σβήσει,
χορεύοντας πατήσετε τη γη, πριν σας πατήση…
Μη λέγετε τι θα γινώ, αχ, αύριο, αχ, πότε,
αχ, ύστερα, αχ, διατί, αχ, πώς, αχ έως πότε!
Γερό κορμί, καλή καρδιά, φέρνουν χαρά και νιάτα,
όχι πιρούνια ολόχρυσα, και ασημένια πιάτα!...
Ρουφάτε όσο έχετε χείλια που να ρουφούνε,
τρώγετε όσο έχετε δόντια που να μασούνε…
Δεν έγινε ο άνθρωπος, θαρρώ, μόνο για να ‘χη
Κόψιμο, πονοκέφαλο, πονόδοντο, συνάχι!
Αλλά και ο Μ. Μητσάκης καταγράφει την άλλη πλευρά της Αθήνας που δεν γλεντά σε χορούς και δεξιώσεις σαλονιών, αλλά διασκεδάζει αυτοσχέδια στους χωματόδρομους και τις φτωχογειτονιές του Ψυρρή:
Θεάματα του Ψυρρή
Εκ του στενού ως τουρκικής πόλεως δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. […] Άμαξαι ή κάρρα, παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέροθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν δια ν’ αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι, οδηγούν αργά- αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαββαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κ’ εποχείται, με τα μακρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι, μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες.
Όπως κάθε κοινωνία διαχρονικά, έτσι και η αθηναϊκή της Μπελ Επόκ εξέφρασε τα πάθη της, τη δημιουργικότητά της, εντέλει τη μαγεία της. Όλα αυτά μεταλαμπαδεύτηκαν στους νεότερους, μέσα από τα κείμενα και τα εικαστικά της εποχής. Αναμφίβολα αποτέλεσε ένα καίριο σημείο της νεότερης πολιτιστικής ιστορίας, γιατί συνδύασε τον ιδεαλισμό με τον ερωτισμό. Απελευθέρωσε την τέχνη από τα αυστηρά μοτίβα που επέβαλε ο 19ος αιώνας και άνοιξε το δρόμο για τα κινήματα του 20ού.
Ο ρομαντισμός που ενέπνευσε τη Μπελ Επόκ καλλιεργήθηκε μέσα από την καθημερινότητα και τη διαβίωση, γι’ αυτό και μετεξελίχθηκε σε μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, με έντονο, όμως, το στοιχείο του πάθους και της ατμόσφαιρας. Είχε, επομένως, ως αναμενόμενο αποτέλεσμα να γίνει η Μπελ Επόκ η κυρίαρχη έκφραση του Νατουραλισμού, τόσο σε λογοτεχνικό, όσο και σε εικαστικό επίπεδο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, υπήρξε ο πρόδρομος του Συμβολισμού και του Σουρεαλισμού, που θα κυριαρχήσουν μεσοπολεμικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Α΄ παγκόσμιος Πόλεμος θα σημάνει το τέλος της εποχής αυτής οριστικά, τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την Ελλάδα. Ο πολύπαθος 20ός αιώνας έχει εισβάλει δυναμικά στις ψυχές των ανθρώπων μεταμορφώνοντας μάλλον βίαια το σκηνικό και αλλάζοντας άρδην τα λογοτεχνικά και εικαστικά δεδομένα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Καιροφύλας, Η Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδόσεις Ίρις, Αθήνα 2001.
Γ. Σπανδωνής, Στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, εκδόσεις Informecanica, Αθήνα 2007.
Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1987.
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τόμοι Ε, ΣΤ, Ζ, ΙΑ εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996.
Μ. Μερακλής, Η ελληνική ποίηση, τόμος Β, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1983.