
Γκάζι, φρένο. Τη νοητική διαδικασία
ταράσσει η πρόσκληση του ραδιοφωνικού παραγωγού που πουλά την πραμάτεια του,
καλώντας μας σ’ ένα γευστικό ταξίδι. «Τηλεφωνήστε και κερδίστε». Φράση που κάνει
το άδειο μου στομάχι να διαμαρτυρηθεί. Ώρα τρεις το μεσημέρι. Επιτέλους λίγο
γκάζι!
Για λίγο. Το φρένο δέχεται και
πάλι σ’ έναν περιοδικό ρυθμό την πίεση του ποδιού μου. Ξάφνου από το φανάρι
προβάλλουν δυο – δυο τα υψωμένα μέσα μαζικής περιφοράς. Φάτσες κολλημένες με
βαριεστιμάρα κι αδιαφορία στο τζάμι αναμένουν την καθέλκυση στον οίκο της αστικής
τους ευμάρειας. «Όλα καλά, μαμά. Πάω να διαβάσω». Η κλασική ατάκα της εφηβικής
διαφυγής, πέρα από τους τέσσερις τοίχους μιας καθωσπρέπει πολυτελούς έπαυλης.
Έβαλα τρίτη, νιώθοντας τη σαγήνη της
επιτάχυνσης να δρα κατευναστικά στην αλληλουχία των συνειρμών μου, ενώ το
μισάνοιχτο παραθύρι ανακατεύει έτι περαιτέρω τα άτακτα μαλλιά μου και τις σκέψεις
μου. «Τελικά, πόσο στοίχισε το σούπερ μάρκετ;»
Αδιαφορώντας για τα εντός κι εκτός,
εμμένω στ’ αυτά, φρενάροντας και εγκλωβίζοντας εκ νέου το σώμα στην απόδραση του
νου. «Καλά τη ΔΕΗ. Το τηλέφωνο και το νερό τα πλήρωσα ή όχι ακόμα;» Μα πώς
γίνεται να απωθώ ό,τι δεν με συνεπαίρνει, συμπεριλαμβανομένης και της άχαρης
ζωής μου.
Ο δρόμος ανοίγει. Επιτέλους. Τρέχω
σε πολλαπλάσια ταχύτητα από το μυαλό μου και ‘κεινο πειθήνια προσηλώνεται στις πρώτες
στάλες που κοσμούν τον γυάλινο φράχτη γύρω μου. Η βροχή απομακρύνει τις φαντασιώσεις
και στενεύει τη λεωφόρο, αφήνοντας ελάχιστα κι απρεπή περάσματα μέχρι
εξυβρίσεως.
Σταματώ έξω από το σπίτι. Δεν
θέλω ν’ ανέβω. Πάλι με περιμένει η ΔΕΗ, το Νερό, το Τηλέφωνο κι οι ανεκπλήρωτοι
λογαριασμοί της ύπαρξής μου. Καλά είμαι εδώ. Ήσυχα κουρνιάζω στο κάθισμα. Ανάβω
την πίπα μου, ασπίδα στην όξινη βροχή της πραγματικότητας. Ο υετός ρέει
ασταμάτητα και δυνατά σε τόνο ευθύ και πλάγιο κι εγώ στη μέση στέκω ακούνητος,
σκέτη χασμωδία στη μελωδία της μονοτονίας.
Εν τέλει αποφασίζω το μετέωρο
βήμα. Παίρνω το ασανσέρ και γυρίζω το κλειδί της θωρακισμένης ασφάλειας. Αποθέτω
βαριά και δύσθυμα το μουλιασμένο σακάκι μου στο πορτ μαντό της καλοστημένης
ευτυχίας, προσθέτω άλλο ένα χαμόγελο πάνω στην ανέκφραστη πανοπλία μου και λέω
«καλησπέρα».
Μια περίλαμπρη ιδέα απόδρασης
πλημμυρίζει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα κι απελευθερώνει ορδές σεροτονίνης. Μιμούμαι
την εφηβική παρόρμηση και προσθέτω σαρκαστικά και ύπουλα. «Έχω πολύ διάβασμα».
Αποσύρομαι περιχαρής στον δικό μου στατικό χώρο, χωρίς γκάζι και φρένο. Απαλλαγμένος
από λεωφόρους και λογαριασμούς, ελεύθερος να τρέξω στους δικούς μου λογισμούς.
Αιχμή ονείρου στην παραδοξότητα της λογικής. Να πλάσω τον δικό μου χωροχρόνο.
Χωρίς «πρέπει» και «δεν». Χωρίς οφειλές και παρακαταθήκες. Μόνο «ίσως» και «αν».
Απορίες άλυτες και πυκνές σαν τα «γιατί» μιας δαιδαλώδους διαδρομής. Ανάβω ξανά
την πίπα μου και σας καληνυχτώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου