
Ο Λάμπης συγκινημένος από τα λόγια
του Μητροπολίτη δάγκωνε το αντίδωρο, καθώς βάδιζε γρήγορα προς την έξοδο,
ανυπομονώντας να δει τα ξαδέλφια του, να πάνε στο καρναβάλι και μετά να
αρχίσουν τις ετοιμασίες για τον χαρταετό. Φέτος θα γινόταν διαγωνισμός στο νησί
κι ο πιο καλός, αυτοσχέδιος χαρταετός θα βραβεύονταν. Δεν ήθελε να χάσει την
ευκαιρία να κερδίσει με τα ξαδέλφια του. Άλλωστε ήταν κι αυτοί οι κωλοαλβανοί
που κοκορεύονταν όλη την ώρα για τους χαρταετούς που φτιάχνουν. Από πού κι ως
πού συμμετέχουν σ’ αυτό το ελληνικό έθιμο Αλβανοί! Και τι ξέρουν αυτοί από
πέταγμα αετού. Ήθελε να τους αποδείξει ότι μόνο ένας γνήσιος Έλληνας μπορεί να
φτιάξει τον καλύτερο χαρταετό και να πετάξει πιο ψηλά από όλους. Μάλιστα το
είχε σκεφτεί καλά. Θα έβαζε τα χρώματα της γαλανόλευκης στον χαρταετό για να νιώσει
διπλή περηφάνεια.
Στην ορμή των είκοσι χρόνων του,
ο Λάμπης δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από τον χαρταετό και τα τσίπουρα που θα
πίνανε με τα ξαδέλφια του τ’ απόγευμα στη μεγάλη πλατεία του νησιού, όταν θα
καίγανε τον βασιλιά καρνάβαλο.
Αργά το βράδυ, τύφλα στο μεθύσι,
δεν έβλεπε μπροστά του. Δεν είχε κουράγιο να κάτσει να φτιάξει τον χαρταετό του
εκείνη την ώρα και στην κατάστασή του. «Το πρωί», σκέφτηκε και ξεράθηκε πάνω
στα παπλώματα που του είχε στρώσει η θεία, δίπλα στα ξαδέλφια του. Προτίμησε να
μείνει στο σπίτι της θείας, παρά ν’ ανέβει 225 σκαλιά μέχρι να φτάσει στο σπίτι
του, που ήταν ψηλά στην Άνω Γειτονιά. Άλλωστε δεν μπορούσε ούτε να σταθεί
όρθιος. Άρον – άρον τον μαζέψαν τα ξαδέλφια του και τον έφεραν σπίτι να
ξαπλώσει.
Μες τη παραζάλη από τα ποτά, καθώς
τον έπαιρνε ο ύπνος, ο Λάμπης άκουσε κάτι θορύβους και σουρσίματα. Τα ξαδέλφια
κοιμόνταν βαθιά και το σπίτι ήταν ήσυχο. «Ποντίκι», σκέφτηκε. Σηκώθηκε,
τρικλίζοντας, άρπαξε από τον τοίχο την καραμπίνα του θείου και έβαλε δυο φυσίγγια.
«Θα το σκοτώσω το αρούρι», μονολόγησε και άρχισε να βολτάρει μέσα στο σπίτι. Σε
κάποια στιγμή άκουσε ένα κρακ, σήκωσε το όπλο προς το μέρος που ακούστηκε ο
θόρυβος, όπλισε κι ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Ξαφνικά, αντίκρυσε δυο ζωηρά
και λαμπερά ματάκια να τον κοιτάνε. Ήταν ένα μικρό παιδί. Ένα κοριτσάκι. Θα ‘ταν
δε θα ‘ταν πέντε χρονών. Ήταν έτοιμο να μπήξει τα κλάματα. Τότε ο Λάμπης
τρόμαξε. Κατέβασε το όπλο και προσπαθούσε στο θολωμένο του μυαλό να καταλάβει
τι συμβαίνει. Πού βρέθηκε αυτό το παιδί; Τι κάνει στο σπίτι της θείας; «Πώς σε
λένε;», ρώτησε. «Ποια είσαι;», ξαναρώτησε, αλλά δεν έλαβε καμιά απάντηση. Το
κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα και τότε ξεπρόβαλε από το δωμάτιό της η θεία. Έτρεξε
και πήρε στην αγκαλιά της τη μικρή και σχεδόν ξεφωνίζοντας ρώτησε τον Λάμπη «τι
κάνεις εκεί με τ’ όπλο;». Ο Λάμπης δεν ήξερε τι να πει. «Να θεία, την πέρασα
για αρούρι και σηκώθηκα για να το πιάσω». «Ποια είναι αυτή;».
Η θεία εξαφανίστηκε με τη μικρή στην
αγκαλιά της. Πήγε στο μέσα δωμάτιο και την έβαλε για ύπνο. Τη χάιδεψε απαλά στα
μαλλιά και τη φίλησε. Η μικρή πήρε αγκαλιά το αρκουδάκι της και γύρισε πλευρό
για να κοιμηθεί. Η θεία επέστρεψε στο σαλόνι και είπε στον Λάμπη επιτακτικά «κάτσε».
«Κάτσε σου λέω! Θα στα εξηγήσω όλα». Ο Λάμπης σωριάστηκε στην καρέκλα σαν σακί.
«Η μικρή λέγεται Ραμίνα» ξεκίνησε
την ιστορία της κι ο Λάμπης με απορία και έκπληξη την κοιτούσε στο στόμα να
μάθει τι συμβαίνει.
«Είναι προσφυγοπούλα από τη
Συρία. Οι γονείς της σκοτώθηκαν στον πόλεμο κι ο θείος της την έστειλε με λίγα
χρήματα κι ένα σημείωμα στην τσέπη στην Ελλάδα. Την έφερε ένας συμπατριώτης της,
αλλά δεν μπορούσε να την κουβαλά άλλο. Έτσι μας είπε η μικρή. Την άφησε στην
παραλία, κάτω από το καλύβι μας πριν δυο βδομάδες κι εκείνη κρύφτηκε στα δίχτυα
του θείου σου για να προστατευθεί. Είχε μαζί της μια κουβέρτα, ένα σάντουιτς,
ένα νερό και τα λίγα χρήματα του θείου της. Ο θείος σου πηγαίνοντας στο καλύβι
να ράψει τα δίχτυα βρήκε τη μικρή τυλιγμένη με την κουβέρτα, να τρέμει και να
κλαίει. Την έφερε σπίτι. Δεν ξέραμε τι να την κάνουμε. Έχουμε ακούσει για τις δομές,
αλλά δεν θέλαμε να την αφήσουμε μόνη κι έρημη εκεί. Η Ραμίνα μιλά αγγλικά και μας
τα εξήγησε όλα. Τα είπε όλα στα ξαδέλφια σου».
Ο Λάμπης ήταν αποσβολωμένος. Δεν
έβγαινε μιλιά από το στόμα του.
«Θα σου πω μια ιστορία Λάμπη που
δεν γνωρίζεις», είπε η θεία. «Μου την είπε η μάνα μου, η γιαγιά σου, λίγο πριν
πεθάνει. Δεν την ήξερα και δεν μου την είχε πει ποτέ. Ούτε στη μάνα σου. Όταν ήρθε
ο πόλεμος στο νησί, η γιαγιά σου και άλλα πολλά παιδιά φυγαδεύτηκαν από τους γονείς
τους για τη Συρία. Πήγαν στο Χαλέπι γιατί εκεί μπορούσαν να ζήσουν με ασφάλεια,
μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Η γιαγιά σου ήταν πέντε χρονών. Δεν θυμόταν πολλά
πράγματα. Θυμόταν, όμως, ένα ατέλειωτο ταξίδι με το πλοίο μέχρι να φτάσουν στο
Χαλέπι. Θυμόταν τους ντόπιους, πώς τους καλοδέχτηκαν, πώς τους φιλοξένησαν και τους
πρόσφεραν ζεστή σούπα και ρούχα ν’ αλλάξουν. Έμειναν δυο χρόνια εκεί σε
καταυλισμούς, όπου τα παιδιά έπαιζαν μαζί. Οι Σύριοι έρχονταν και βοηθούσαν τα
παιδιά, μαγείρευαν, τους έφερναν ρούχα, ζαχαρωτά και τους τραγουδούσαν.
Τραγούδια ακαταλαβίστικα, αλλά γλυκά και χαλαρωτικά, όπως μου εξομολογήθηκε η
γιαγιά σου, για να τους παρηγορήσουν. Χάρη στους Σύριους, η γιαγιά γύρισε σώα
κι ασφαλής στο νησί. Δεν βρήκε κανέναν από την οικογένειά της, είχαν όλοι
σκοτωθεί στον πόλεμο, όπως ξέρεις. Τότε την υιοθέτησε μια πλούσια οικογένεια.
Τη μεγάλωσε και την προίκισε σαν δικό της παιδί. Ε, τα υπόλοιπα τα ‘χεις
ακούσει… Όταν είδα τη Ραμίνα, σκέφτηκα τη μάνα μου. Σκέφτηκα πώς θα αισθανόταν
ένα μικρό κοριτσάκι πέντε χρονών σ’ έναν ξένο τόπο, αφιλόξενο, μόνο του, ορφανό
κι απροστάτευτο. Τι έφταιγε αυτό για τον πόλεμο; Τι έφταιγε η γιαγιά σου για
τον πόλεμο; Αποφάσισα να την προστατεύσω, όπως έκαναν οι πρόγονοι της Ραμίνα στη μάνα
μου. Μνημόσυνο στη μνήμη της... Στα ’πα και ξαλάφρωσα. Ξέρω τις ιδέες σου και
τι πιστεύεις, αλλά το παιδί αυτό θα μείνει μαζί μας. Αν δεν θες, μην ξανάρθεις
εδώ».
Ξημέρωσε Καθαρά Δευτέρα κι ο Λάμπης
μετά το νυχτερινό σοκ, ξύπνησε αλαφιασμένος. Κοιμήθηκε μ’ έναν βαθύ λήθαργο,
χωρίς όνειρα, σαν σε κώμα. Όταν ξύπνησε για τα καλά, έπλυνε το πρόσωπό του και πήγε
στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ. Είδε τη μικρή Ραμίνα να κάθεται στο τραπέζι
και να πίνει το γάλα της και τη θεία του να τον κοιτά παγωμένη και έντρομη. Η
Ραμίνα τον κοίταξε γλυκά και του χαμογέλασε.
Ο Λάμπης πλησίασε τη Ραμίνα.
Χάιδεψε τα μαλλιά της και τη φίλησε στο μάγουλο. «Θέλεις να φτιάξουμε μια
κατασκευή;» Τη ρώτησε στα αγγλικά. «Τι κατασκευή;» του απάντησε. «Μια κατασκευή
που θα πετά. Θα πετά πολύ ψηλά. Χαρταετό τη λένε. Έλα, θα σου δείξω». Την πήρε
από το χέρι κι η Ραμίνα τον ακολούθησε. «Καλή Σαρακοστή, θεία». «Καλή Σαρακοστή,
Λάμπη μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου