Ανηφόρησα τα λευκά εκκλησάκια, σήμα πως πλησιάζω στην παιδική γειτονιά.
Επιστρέφω στην καμπή της στροφής. Εκεί μπορώ να αντικρύσω τον κόσμο όλο.
Στέκομαι στο πεζούλι κι αναπολώ τη γέρικη φιγούρα να σταυροκοπιέται.
Γεωμέτρησα τον χώρο.Δύο καρδιές επί τρεις ψυχές και ύψος ουράνιο.
Αγάπη θραυσματική ξεδιπλώνεται στο υπαίθριο μωσαϊκό της αυλής.
Ένα κουβάρι πλεκτό διπλώνει τις ζάρες του ηλικιωμένου κορμιού.
Μια ζωή στοιβαγμένη ανάμεσα στις πλάκες και τα στενά σοκάκια.
Το μέρος γνώριμο και παλιό, με σημάδι τον χρόνο.
Το πρωινό ρουθουνίζει αλμύρα με ρίγανη και γιασεμί.
Πλακόστρωτες θύμησες παιχνιδιού, μεταξύ νερού και πανηγυριού.
Μεσημέρια ξαπλωμένοι στον κόσμο της φαντασίας, σε μια παρέλαση του νου.
Η γλυκιά συντροφιά πάντα εξιστορεί όσα η μνήμη συνειρμικά αποστηθίζει.
Μύρισε καφές δειλινού. Ο ήλιος χρωματίζει πορφυρά τις στέγες.
Βουτά αποκαμωμένος στο πέλαγο κι εγώ αποχαυνωμένος κοιτώ το λαμπύρισμα.
Οι σανίδες κάνουν κρακ στα πάτημα της νυχτερινής ησυχίας.
Οι απόκοσμες φωτογραφίες ανακαλούν ιστορίες υπό το φως ενός καντηλιού.
Κι εγώ νοσταλγός του χθες, γεωμετρώ πάλι τον χώρο.
Δύο επί τρία. Πώς να χωρέσει μια ζωή. Κι όμως εκεί υπήρξε.
Τα καλοκαίρια μου εναπόθεσα σ’ εκείνο τον νησιωτικό τόπο.
Ανάβω την πίπα μου, να λιβανίσω το σπίτι. Ένα τρισάγιο προγόνων.
Γλυκό κρασί αγκαλιάζει τις σκέψεις μου και συνοδεύει την προσευχή μου από καπνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου