Επιστρέφεις σε ξένο χώρο, σαν να θες να τον κατακτήσεις.
Άργησες! Αλλά κατάλαβες ότι είναι μαγικός.
Στέκει μεσοπέλαγα, σαν κατάρτι.
Απομεινάρι πειρατικού ρεσάλτο.
Μέρος απόμακρο μα τόσο κοντινό,
μνήμη σελίδων και νόστου, γεμάτο νοθείες.
Κι αν από την αρχή δεν το εκτίμησες, είναι βέβαιο.
Θα επανέλθεις.
Θα δεις το λιόγερμα να χρωματίζει το κάστρο.
Ηλιαχτίδες χτυπούν το καραντί στης σπηλιάς τις σεμπρεβίβες.
Αγναντεύεις το αόριστο με οσμές να πλημμυρίζουν το μέλλον.
Έγειρε η μέρα κι η νύχτα απλώνει τα καψαλισμένα πλοκάμια της.
Μια βάρκα πλέει στον ορίζοντα, μόνη στην πλώρα του νου.
Άναψες την πίπα σου και έδωσες γεύση στο χνάρι σου.
Πλέον ο χώρος πατήθηκε. Μεταμορφώθηκε σε τόπο
δικό σου, μέχρι το μεδούλι να γεμίσει θυμάρι.
Απόψε αντικρίζω το χθες, όπως το έχτισα, όπως το ήθελα.
Το αύριο δεν το ξεύρω.
Θάλασσα άγνωστη, γαλάζια με μια καραβόπετρα για σημάδι.
Κάπου ν’ ακουμπήσει το βλέμμα.
Δε λέω καληνύχτα! Θα ξανάρθω.
Υπόσχεση στη μνήμη που αγαπά να στιγματίζει.
Τα Κύθηρα σε καθορίζουν, ακόμα κι αν δεν τα βρεις αμέσως.
Είναι πάντα εκεί. Γλύκα από τσίπουρο και μέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου